Γαλάτεια Βασιλειάδου
Η εφιαλτική απασφαλμάτωση του κόσμου: για το "Πλυντήριο" του Θανάση Τριαρίδη
Το Πλυντήριο αποτελεί έναν ακόμη σταθμό της αντι-ευαγγελικής (δυσαγγελικής) συγγραφικής παραγωγής του Θανάση Τριαρίδη που ξεκινά το 2000 με την έκδοση της Κουπέλας και την Τετραλογία του Χαμού (2002-2003) και συνεχίζει με τα μελένια λεμόνια, τα Χλωρά Διαμάντια, την συνεχή παραγωγή θεατρικών έργων και ποιημάτων την τελευταία δεκαπενταετία. Οι πρώιμες ανησυχίες και προειδοποιήσεις του Τριαρίδη, τριάντα χρόνια αργότερα, μετά όχι απλώς επιβεβαιώνονται, αλλά ξεπερνούν την ανθρώπινη φαντασία: καλές ειδήσεις δεν υπάρχουν· τα αγγέλματα είναι κακά. Οι δυστοπικοί κόσμοι δεν αποτελούν ακραίο φανταστικό σενάριο με σκοπό τον προβληματισμό ή την κοινωνικοπολιτική κριτική αλλά πραγματικούς τόπους της σύγχρονης ανθρωπότητας.
Ο θόρυβος του πλυντηρίου, δηλαδή ο ήχος από τις σειρήνες του πολέμου, στοιχειώνει (τώρα περισσότερο από ποτέ) τον άλλοτε καλόπιστο συγγραφέα, γεγονός που πολλαπλασιάζει την επικριτική του διάθεση στα έργα των τελευταίων ετών. Ο τρυφερός διδακτισμός των προηγούμενων ετών, όμοιος με ανορθόδοξη ανθρωπιστική προσευχή - ευχή ή παράκληση προς όλους, έχει δώσει τη σκυτάλη σε μία απελπισμένη προσταγή. Στον πυρήνα της συγγραφικής παραγωγής πεζών, θεατρικών, ποιημάτων, δοκιμίων πέρα από αγάπη για τον άνθρωπο διαφαίνεται ο τρόμος· ο επίμονος φόβος για το εφιαλτικό παρελθόν, το απειλητικό παρόν και το δυσοίωνο μέλλον.
Είναι πραγματικά αξιοσημείωτη η ευχέρεια του Τ. στην αξιοποίηση ή και ανάμειξη των αφηγηματικών ειδών προκειμένου να εκφράσει το ανθρωπιστικό όραμα και τις πολιτικές ιδέες του. Στο Πλυντήριο αξιοποιεί το τρίπρακτο δυστοπικό δράμα (στη γνωστή αντι-παραστατική φόρμα) για να να καταγγείλει εγκληματικές πολιτικές πρακτικές και να προκαλέσει (ανα)στοχασμό για θέματα όπως η ηθική ρευστότητα, ο ετεροπροσδιορισμός, η κρατική ασυδοσία, η απευαισθητοποίηση και η αδιαμαρτύρητη συμμόρφωση. Επίσης, προβάλλει ηθικά διλήμματα σχετικά με τη βιολογική ανισότητα, την επιλεκτική αναπαραγωγή και τη δικαιοσύνη στα πλαίσια μιας φαινομενικά ιδανικής ελεγχόμενης κοινωνίας.
Θα μπορούσε να πει κανείς πως τα τελευταία χρόνια ο Τ. αναλαμβάνει τον ρόλο του Προφήτη κακών που - συγκεκριμένα στο Πλυντήριο - προβλέπει μία ιδιόρρυθμη ευγονική ως αποτέλεσμα μη συμπεριληπτικών κυβερνητικών πολιτικών. Όμως, ο συγγραφέας ούτε θεόπνευστο πρόσωπο είναι ούτε προβλέπει τα μελλούμενα· η πρόσφατη ιστορία αποδεικνύει πως το τριαριδικό σενάριο αυτή τη φορά δεν μοιάζει φανταστικό, ανοίκειο ή υποθετικό, δηλαδή δεν πρόκειται για τεχνική μεγέθυνσης, από αυτές που συνηθίζονται στα δυστοπικά μυθοπλαστικά σύμπαντα. Ο ηθικά κατεστραμμένος κόσμος του Πλυντηρίου αποτελεί έναν αντικατοπτρισμό του Άουσβιτς, της Μεσογείου, της Αφρικής και άλλων επίγειων κολάσεων.
Υπό αυτή την έννοια το Πλυντήριο έχει και εσχατολογικές προεκτάσεις, καθώς η προειδοποίηση αφορά σε ένα αποκαλυπτικό ηθικά τοπίο. Συγκεκριμένα, το έργο αναφέρεται στο έσχατο σημείο απανθρωπιάς, στο πέρας της ενσυναίσθησης, στη λήξη της φιλοτιμίας αλλά και στη διάλυση των συνεκτικών κοινωνικών θεσμών. Ο κόσμος, όπως τον γνωρίζαμε, τελειώνει και το τέλος είναι αξιακό, διότι η κατάρρευση του ηθικού πολιτισμού συντελείται εκ των έσω, αφού προηγουμένως έχει συντελεστεί ολοκληρωτική σάρωση και κατάπτωση της ανθρώπινης φύσης και ευσυνειδησίας. Εξάλλου και ο (φαινομενικά ουδέτερος) τίτλος του έργου, παραπέμπει σε αυτή την κατάπτωση: συγκάλυψη απάτης, πλύση εγκεφάλου, νομιμοποίηση παράνομων δραστηριοτήτων, απόκρυψη αλήθειας, ενσυνείδητη παραποίηση γεγονότων και άλλες συσκοτιστικές (παρα)κρατικές ενέργειες ποδηγέτησης με πρόσχημα την κοινωνική ασφάλεια και εξέλιξη. Κατά συνέπεια οι χαρακτήρες –πλήρως ευθυγραμμισμένοι με παράλογους, ανελέητους και εξευτελιστικούς (για την ανθρώπινη φύση) νόμους– ακολουθούν ένα αυστηρό πρωτόκολλο προδιαγεγραμμένης συμπεριφοράς, ενώ γρήγορα γίνεται φανερό ότι η σκέψη τους συνιστά πλέον προϊόν συστηματικής υπόδειξης και κατήχησης.
Αναμφίβολα, το ολιγοσέλιδο δράμα εστιάζει στην απόλυτη κρατική χειραγώγηση της ζωής των πολιτών: Οι άνθρωποι δεν αποφασίζουν πλέον τίποτε καθώς τα πάντα ελέγχονται από το κράτος: Από την αναπαραγωγική διαδικασία των γυναικών ή και την ίδια την ύπαρξη τους μέχρι το απορρυπαντικό με το οποίο καθαρίζουν τα ρούχα τους στα δημόσια πλυντήρια. Μέσα στην γκροτέσκα φόρμα ο Τριαρίδης ξαναμιλά για το αγαπημένο του θέμα: την αδιαμαρτύρητη υποταγή των ανθρώπων σε κάθε είδους όλεθρο – εν προκειμένω στον ευγονικό όλεθρο, που καταφεύγει σε απάνθρωπες πρακτικές όπως εξαναγκασμό σε εκτρώσεις, αξιολογήσεις ανθρώπων σε γενετικά ανώτερους και κατώτερους, ελέγχους πληθυσμού, απαξίωση ανθρώπινης ζωής και εν γένει τη συντριβή κάθε ανθρωπινότητας.
Κατά κύριο λόγο, το Πλυντήριο αποτελεί μια εκτεταμένη αλληγορία για την απευαισθητοποίηση, δηλαδή την ασυνείδητη (αλλά μεθοδευμένη) διαδικασία απογύμνωσης του ανθρώπου από εγγενή χαρακτηριστικά του, όπως η συμπόνια και η ενσυναίσθηση. Στον κόσμο του Πλυντηρίου οι άνθρωποι ταξινομούνται βάσει φύλου ή άλλων χαρακτηριστικών σε ανώτερους και κατώτερους, ενώ οι κλειστές –αποσπασμένες από το σύνολο– κοινωνικές και πολιτικές ομάδες που κρίνονται εξαιρετικές, εξυπηρετούν προνόμια και ισχυρών ιδιαίτερη μεταχείριση, την οποία και εκβιάζουν. Ο Νόμος είναι η καινούρια θρησκεία, ένα ιδιότυπος «Θεός» που σκέπει τα πάντα (ο Νόμος σκέφτεται, ο Νόμος έχει πάντοτε δίκιο, Ο Νόμος δεν προβλέπει καμία εξαίρεση, Ο Χριστός πάντοτε υπάκουε στον Νόμο κ.α.) Ο Νόμος, λοιπόν, εύλογα κρίνει ότι δικαιούται να καταστήσει το ανήλικο κτήμα του δημόσιο εκτελεστή· δηλαδή δήμιο.
Με αυτή την συλλογιστική προκύπτει ο εφιαλτικότερος από τους συμβολισμούς του έργου: Ο εντεκάχρονος αποκεφαλιστής Μο ανάγεται σε ήρωα, ενώ πρόκειται για μια τραγική φιγούρα – σύμβολο χαμένης παιδικότητας, ελπίδας και αθωότητας. Το τσεκούρι του Μο πρωτίστως έχει καρατομήσει τον ίδιο, από τη στιγμή που αυταρχικές εξουσίες (Παγκόσμιο Συμβούλιο) διανοητικά και ηθικά εκτροχιασμένων ενηλίκων (Πρόγραμμα Ελέγχου και Μείωσης Πληθυσμού) αναθέτουν - στο όνομα της προσδοκώμενης εξέλιξης- τον απάνθρωπο ρόλο του εκτελεστή παιδιού μειωμένης ευφυΐας σε ένα άλλο παιδί.
Σε αυτό το πλαίσιο ο υποβιβασμός της ανθρώπινης φύσης μέσω του δημόσιου εξευτελισμού στην Αρένα, όχι μόνο αποδεικνύει την σταδιακή και ανεπίστρεπτη απώλεια της αυτονομίας, του εξευγενισμού, της αξιοπρέπειας και της φιλοτιμίας του ανθρώπου, αλλά κυρίως προκαλεί ανεπανόρθωτη κηλίδωση της παιδικής ψυχής. Η θέσμιση της νοσηρής κυριακάτικης τελετής στην Αρένα (αντί εκκλησιασμού;) εξελίσσεται σε μία βάρβαρη και μιαρή απόλαυση αποκτηνωμένων ανθρώπων που ανεπαισθήτως αλλά συστηματικά έχουν υποστεί πνευματική βεβήλωση και πλήρη ηθική παρεκτροπή.
Σε αυτό το σημείο κρίνεται σκόπιμη μια σχετικά εκτενής αναφορά στις δύο (;) πρωταγωνίστριες του έργου (Α. και Β.) που κατηχούν διαδοχικά η μία την άλλη. Η Β. ούσα πλέον φερέφωνο του καθεστώτος, κηρύττει στην Α. την αξία του Νόμου και το όφελος της Εξέλιξης, όμως όταν (στο τέλος της τρίτης πράξης) βρίσκεται η ίδια στο έλεος ενός παράλογου και απάνθρωπου νόμου, η Α. αντί να καθησυχάσει ή βαυκαλίσει τη Β., επαναλαμβάνει επίμονα το καθεστωτικό ποίημα που η Β. της κατήχησε στην πρώτη σκηνή: τυφλή υποταγή και συμμόρφωση στο πειθαναγκαστικό κυβερνητικό τροπάριο ακόμη και αν παραβιάζει ή προσβάλλει την αυτοδιάθεση του ατόμου. Στο τέλος της τρίτης πράξης η συναισθηματική απορρύθμιση της Β. δεν εξάπτει την Α. είτε γιατί είναι συναισθηματικά κενή είτε γιατί έχει αφομοιωθεί πλήρως από το διαβρωμένο πολιτικό σύστημα. Μάλιστα, ενώ (η Α.) στην πρώτη πράξη βρίσκεται σε πνευματική και ψυχική αποδιοργάνωση, στη δεύτερη και τρίτη πραξη κανονικοποιείται, δηλαδή θεωρεί πλέον φυσιολογική την αξιολόγηση και ιεράρχηση των ανθρώπων βάσει φύλου ή γενετικών προτερημάτων.
Στην σπαρακτική τρίτη πράξη ο αναγνώστης πιθανότατα αναρωτιέται αν η Α. και η Β. είναι τελικά ένα και το αυτό, αν, δηλαδή, πρόκειται για ένα διχοτομημένο χαρακτήρα που ο συγγραφέας δομεί με μαεστρία για να αποτυπώσει τον νευρωτικό δυισμό, λόγω του οποίου ο δυτικός άνθρωπος βρίσκεται συχνά σε εσωτερικές συγκρούσεις και ηθικά διλήμματα. Συνειρμικά, η διφυής αντιφατική υπόσταση των ψυχικά διασπασμένων γυναικών μπορεί να ιδωθεί και ως ένας και μοναδικός σχιζοφρενής χαρακτήρας· ερμηνεία που ενισχύεται αν αναλογιστεί κανείς τις μεταβολές της προσωπικότητας, τις λογικές ασυνέπειες, την αποδιοργανωμένη σκέψη, τη συναισθηματική ουδετερότητα, τα αλληλοσυγκρουόμενα συναισθήματα και την παραληρηματική αντίληψη της πραγματικότητας.
Στην ηθικά και πολιτικά διαλυμένη κοινωνία του Πλυντηρίου, τόσο οι καταπιεστικές συνθήκες διοίκησης και διαβίωσης όσο και η άσκηση ελέγχου στους πολίτες, μεταφράζονται σε απώλεια ανθρωπιάς, αποξένωση, ασπλαχνία, και κοινωνικές ανισότητες. Σε μία (όχι και τόσο) μελλοντική εφιαλτική εκδοχή του κόσμου, οι εντέλει αδιαχώριστες Α./Β. μοιάζουν να αποτελούν προσωποποίηση της αποσφαλμάτωσης, καθώς βρίσκονται σε διαρκή διαδικασία επιθεώρησης, με σκοπό τον εντοπισμό και τη διόρθωση κοινωνικών σφαλμάτων. Το καταπιεστικό καθεστώς έχει εμφυτεύσει στο μυαλό τους μια επικίνδυνη κοσμοδιορθωτική φωνή· την ιδιότητα του ελεγκτή, την ανεπίγνωστη αλλά βέβαιη πεποίθηση πως η καταγραφή και επίλυση παρεκκλίσεων θα ενισχύσει την κοινωνική πρόοδο.
Τελικά η απαλλαγή από τη λήψη αποφάσεων μπορεί να λυτρώνει τους πολίτες από το βάρος της ευθύνης αλλά δίνει στην Εξουσία το δικαιώμα πνευματικού και ψυχολογικού ελέγχου τους. Σταδιακά η βία κανονικοποίείται, οι πολίτες διχάζονται, απανθρωποποιούνται και – κυρίως - δεν εναντιώνονται στις παράλογες εξουσιαστικές επιταγές (ανήλικος δήμιος, αθώοι έφηβοι θανατοπινίτες, επιλογή και δοσολογία χλωρίνης κ.α.)· αντίθετα, παρουσιάζονται πλήρως συμμορφωμένοι. Για παράδειγμα, η προσωρινή συναισθηματική και διανοητική σύγχυση της Α. στην πρώτη πράξη δεν μπορεί να θεωρηθεί σθεναρή αντίσταση στον εγκληματικό πολιτειακό κανόνα, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από την μετέπειτα μεταστροφή της σε άτεγκτη εκπρόσωπο του αιμοσταγούς Νόμου.
Μετά από σαράντα χρόνια στο γράψιμο και εικοσιπέντε στην έκδοση βιβλίων, ο Τριαρίδης –ανορθόδοξος, μοιραία αυτόκλητος, αλλά, όπως δείχνει η πορεία του, συνεπής μαντατοφόρος των άγνωστων σφαγμένων– προστρέχει αγωνιωδώς σε όλα τα λογοτεχνικά είδη αναζητώντας εμμονικά την κατάλληλη φόρμα για να αναγγείλει τα απαισιόδοξα μηνύματα του ανθρώπινου είδους. Πρόκειται για έναν παράδοξο απόστολο που εργάζεται με ζήλο για να διαδώσει τον ουμανισμο. Στα πλαίσια μιας δυστοπικής και απανθρωποποιημένης κοινωνίας, το Πλυντήριο συνιστά ένα ακόμη κεφαλαιο του Ανθρωπιστικού Μανιφεστου του Τριαρίδη στο οποίο κραυγάζει πως δεν υπάρχουν άνθρωποι δεύτερης διαλογής – και πως δεν μπορεί να υπάρξει οποιαδήποτε αληθινή ανθρώπινη ζωή δίχως την ανθρώπινη ηθική τάξη και αξία.
Γαλάτεια Βασιλειάδου, Οκτώβριος 2024