Γαλάτεια Βασιλειάδου
Είναι γεγονός πως η έννοια της ειρωνείας είναι ρευστή και μεταλλάσσεται κατά την τριβή της στις μυλόπετρες του χρόνου. Ωστόσο ένα είναι σίγουρο: η ειρωνεία, παιδί της κριτικής, προϋποθέτει δύο· το θύτη και το θύμα. Ο πρώτος, αν είναι μυημένος, πατά σε στέρεο έδαφος, ενώ ο δεύτερος, βουλιάζει στην κινούμενη άμμο της εξαπάτησης, που στόχο έχει άλλοτε την ωφέλεια και άλλοτε την επίδειξη ισχύος. Από την αρχαιότητα μέχρι και τις μέρες μας, η βραδυφλεγής βόμβα της ειρωνείας εκρήγνυται με ποικίλους τρόπους, που καθορίζονται από την σκοπιμότητα και την ικανότητα του πομπού αλλά και την εποχή.
Οι θεωρητικοί, έχοντας επίγνωση της πολυμέρειας των γνωρισμάτων της έννοιας και της δυσκολίας της να οριστεί με συγκεκριμένο τρόπο, διακρίνουν την ειρωνεία σε τρεις ευρύτερες κατηγορίες: τη λεκτική (ρητορικό σχήμα με σκοπιμότητα), τη ρομαντική (οντολογική στάση του καλλιτέχνη που προϋποθέτει την αυτογνωσία ότι το έργο του είναι απλά ένα φανταστικό δημιούργημα) και την ειρωνεία καταστάσεων (ειρωνική κατάσταση με παρατηρητή που γνωρίζει την άγνοια του θύματος), που είναι συνδεδεμένη με την κοσμική (η αντίληψη ότι η ανθρώπινη μοίρα είναι προδιαγεγραμμένη από ανώτερες δυνάμεις) και τραγική ή δραματική ειρωνεία (ο πρωταγωνιστής ενός δράματος εκπληρώνει την προκαθορισμένη μοίρα του, που το κοινό γνωρίζει πριν από την έναρξη της παράστασης).
Η πρώτη ρητή εμφάνιση του όρου έγινε στους πλατωνικούς διαλόγους, με αναφορές στο Σωκράτη. Πρόκειται για τη λεγόμενη σωκρατική ειρωνεία, μια διαλεκτική μέθοδο του Σωκράτη, ο οποίος προσποιούμενος άγνοια βρισκόταν σε διαρκή αναζήτηση και έθετε στους συνομιλητές του ερωτήματα, με στόχο στην πορεία να αποκαλυφθεί η αντιφατικότητα των θέσεων τους και η αλήθεια. “Είναι λοιπόν ο Σωκράτης για την ανέμελη πόλη κάτι σαν ζωντανή τύψη. Την ψυχαγωγεί αλλά και σπέρνει την ανησυχία· χαλάει τη γιορτή.”[1] Ο Σωκράτης χρησιμοποίησε την ειρωνεία για να αμφισβητήσει την προσλαμβάνουσα γνώση και σοφία σε μια ιστορική στιγμή που η πόλις απειλούσε την ασφάλεια των μικρών κοινοτήτων[2].
Κατά τα αρχαία χρόνια, ο όρος επανήλθε από το Δημοσθένη και το Θεόφραστο αλλά με διαφορετικό νοηματικό φορτίο, δηλαδή με την έννοια της πονηρής συμπεριφοράς με σκοπό την απαλλαγή ευθυνών. Μεταγενέστερα, και ο Αριστοτέλης όρισε την ειρωνεία ως προσποιητή και υποκριτική συμπεριφορά με απώτερους σκοπούς[3]. Θεωρούσε την ειρωνική προσωπικότητα ανειλικρινή και πίστευε ότι ο ενάρετος πολίτης πρέπει να είναι γνήσιος και όχι κομπαστικός ή ειρωνικός[4]. Λίγους αιώνες μετά, ο Διογένης Λαέρτιος, σαν αποχαλινωμένος Σωκράτης[5], καταφεύγει σε μια ακραία μορφή ειρωνείας, τον κυνισμό[6], με σκοπό να αποκρούσει επιθετικά την κιβδηλεία της εποχής του.
Ο Quintilian, διεύρυνε σημασιολογικά την έννοια της ειρωνείας, ορίζοντάς την ως νοητικό σχήμα λόγου εξελισσόμενο σε πλήρες επιχείρημα[7] με αλληγορική χροιά. Ήταν ο πρώτος που διατύπωσε τον πιο διαδεδομένο ορισμό για τη λεκτική ειρωνεία στις μέρες μας, δηλαδή ότι ειρωνεία είναι να λες το αντίθετο από αυτό που εννοείς[8]. Κατά το Μεσαίωνα αλλά και την Αναγέννηση η ειρωνεία ήταν μια περιορισμένη τεχνική ενώ αγνοήθηκε τελείως η σωκρατική ειρωνεία (η ικανότητα του ανθρώπου να μη δέχεται τις καθημερινές αξίες αλλά να βρίσκεται σε μια συνεχή αναζήτηση)· αν και ο Quintilian αναφέρθηκε στο Σωκράτη, διαχώρισε τη λεκτική ειρωνεία ως σχήμα λόγου από την ειρωνεία ως διευρυμένη μορφή σκέψης[9]. Ακόμη και οι διαδεδομένες γραμματικές της εποχής[10] όριζαν την ειρωνεία ως περιορισμένο λεκτικό σχήμα και όχι ως διευρυμένη έννοια που χαρακτηρίζει ένα ολόκληρο κείμενο ή μια προσωπικότητα[11].
Ο όρος επαναπροσδιορίστηκε μόλις το 18ο αιώνα από τους ρομαντικούς. Ο A.W.Schlegel, αντιλαμβανόμενος την κωμικοτραγική φύση της ανθρώπινης ύπαρξης, χαρακτήρισε την ειρωνεία ως ένα είδος εξομολόγησης, που εξισορροπεί την υπερβολική μονομέρεια σε θέματα φαντασίας και αισθήματος[12]. Οι ρομαντικοί καλλιτέχνες εν γένει υιοθέτησαν μια υπαρξιακή στάση απέναντι στην πραγματικότητα. Είχαν επίγνωση της θέσης τους, δηλαδή γνώριζαν καλά πως το καλλιτεχνικό τους δημιούργημα είναι αποκύημα γόνιμης αναπαραγωγικής ικανότητας και μπορεί να περιγράψει μόνο μία από τις άπειρες παραμέτρους της ζωής. Θα μπορούσαμε να πούμε πως ήταν αποδέκτες της ειρωνείας που οι ίδιοι παρήγαγαν.
Το 1841 ο Soren Kierkegaard, επικριτής της ρομαντικής εκδοχής, τοποθετεί την ειρωνεία ανάμεσα στις αισθητικές και ηθικές κλίμακες της πνευματικής ανάπτυξης του ανθρώπου[13], δηλαδή, σαν ένα χαρακτηριστικό που αναπτύσσεται ανεξαρτήτως περιστάσεων και χάρη στο οποίο μπορεί να προσεγγιστεί το σύμπαν[14]. Λίγα χρονιά μετά, στα τέλη του 19ου αιώνα, ο Connop Thirwall δημοσιεύει ένα άρθρο για την ειρωνεία του Σοφοκλή, στο οποίο όχι μόνο ξεχωρίζει τη ρητορική από τη διαλεκτική ειρωνεία αλλά υπαινίσσεται ότι αυτή μπορεί να λανθάνει στην στάση κάποιου ειρωνικού παρατηρητή ή ακόμη και στην ίδια την κατάσταση[15].
Στην πορεία, η έννοια της ειρωνείας διασταυρώνεται με το χιούμορ. Συγκεκριμένα, ο V. Jankélévitch διατυπώνει ότι η χιουμοριστική ειρωνεία (σε αντίθεση με την επικριτική) είναι ένας ανώτατος αναστοχασμός, γιατί, ενώ αστειεύεται, μέσα από το παιχνίδι της υπαινίσσεται την αψηλάφητη σοβαρότητα της επίφασης[16]. Το χιούμορ κατά καιρούς εμφανίζεται με διάφορα ειρωνικά περιβλήματα όπως είναι ο αστεϊσμός, το ευφυολόγημα, το πνεύμα, το φλέγμα αλλά και το μαύρο χιούμορ, που υπονομεύει την πραγματικότητα και είναι βασικό όπλο των υπερρεαλιστών. Από τα τέλη του 19ου αιώνα τον όρο ειρωνεία διαδέχονται άλλες περιφερειακές έννοιες με κυρίαρχη τη σάτιρα.
Η σάτιρα είναι στρατευμένη ειρωνεία, που προϋποθέτει κριτική διάθεση, φαντασία, χιούμορ αλλά και αντικείμενο επίθεσης. Χρησιμοποιείται για να διακωμωδήσει, να χλευάσει ή να επικρίνει κάποιο πρόσωπο ή κατάσταση. Ο σαρκασμός (πικρόχολη ειρωνεία) και η παρωδία (τεχνητή λεκτική ειρωνεία που παραμορφώνει με κωμικό τρόπο) είναι μορφές ειρωνείας αλλά και τεχνικές της σάτιρας. Συμπληρώνονται από την υπερβολή, το παράδοξο, την αλληγορία, την καρικατούρα και το δηκτικό ύφος. Ως προς την ειρωνεία διαφοροποιούνται γιατί λειτουργούν αντιδιαλεκτικά[17].
Πολλοί έχουν προσεγγίσει τη σάτιρα αλλά λίγοι κατάφεραν να την ορίσουν, μάλλον γιατί κάθε απόπειρα αποδεικνύεται ανεπαρκής μπροστά στη συνθετότητα της έννοιας. Παρά την ευρυφασματικότητα του όρου, ένας κοινός τόπος είναι ότι η σάτιρα αφορμάται από την εξωτερική πραγματικότητα· αποδίδει τις πτυχές της με τρόπο περιπαικτικό και υπερβολικό, προκειμένου να εκθέσει τα κακώς κείμενα και να τα θεραπεύσει. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι είναι προτιμότερο να ανιχνεύσει και να προσδιορίσει κανείς τα μέσα της σάτιρας παρά να προσπαθήσει να την ορίσει.
Όπλο της σάτιρας είναι το γέλιο και στόχος μπορεί να είναι ένα άτομο, ένας ανθρώπινος τύπος, μια κοινωνική τάξη ακόμη κι ένα ολόκληρο έθνος[18]. Επίσης, η σάτιρα μπορεί να έχει στο επίκεντρό της τους θεσμούς, όπως για παράδειγμα την εκκλησία, τους ιερείς, την εξουσία, τους πολιτικούς, το γάμο ακόμη και την κηδεία, αν εκφράζεται με μαύρο χιούμορ. Πέρα από το μαύρο χιούμορ, η σάτιρα συχνά εκφράζεται με την αλληγορία, τη σύνταξη, τα σχήματα λόγου, τη στίξη αλλά και το ύφος, που μπορεί να είναι χαμηλό, υψηλό (παρωδία), ψευδοηρωικό, χοντροκομμένο, επιθετικό, διαστρεβλωτικό, υπαινικτικό, δογματικό, παιγνιώδες, υπερβολικό, κακεντρεχές ή ηθικοπλαστικό[19].
Στη λογοτεχνία η άμεση σάτιρα διακρίνεται σε κάποια είδη: την τυπική, που είναι πρωτοπρόσωπη και απευθύνεται στον αναγνώστη ή σε κάποιον αντίπαλο, την ορατιανή, που είναι ήπια, πνευματώδης και προέρχεται από έναν πολιτισμένο ομιλητή σε καθημερινή γλώσσα και τη γιουβενάλεια, που εκπορεύεται από ένα σοβαρό ηθικολόγο με επιβλητικό και επίσημο ύφος[20]. Όσον αφορά την έμμεση σάτιρα, δεν απευθύνεται άμεσα στον αναγνώστη αλλά μέσω μυθοπλαστικής αφήγησης με αντικείμενο κάποιους χαρακτήρες. Τα είδη της έμμεσης σάτιρας είναι η μενίππεια και η βαρρώνεια, που παίρνουν την ονομασία τους από τον κυνικό φιλόσοφο Μένιππο και τον ποιητή Βάρρωνα, αντίστοιχα, που την πρωτοχρησιμοποίησαν ως μείξη των ειδών.
Το πρώτο δοκίμιο για τη σάτιρα γράφτηκε στις αρχές του 20ου αιώνα από το Ronald Knox ενώ η πρώτη πραγματεία εκδόθηκε το 1940 από το David Worcester[21], ο οποίος συνετέλεσε στη διάκριση σχετικών με τη σάτιρα εννοιών. Ο όρος διευρύνεται με την ιστορική προσέγγιση του Edward Rosenheim, ο οποίος διακρίνει τη σάτιρα σε πειστική και σωφρονιστική[22]. Στην εξέλιξη της σάτιρας καθοριστική ήταν η συμβολή του Northorp Frye, ο οποίος προσεγγίζει αρχετυπικά τα λογοτεχνικά είδη και χαρακτηρίζει τη σατιρική εμπειρία “μύθο του χειμώνα” κρίνοντας ως απαραίτητο στοιχείο της την ηθική στάση[23].
Στην Ελλάδα ο αρχαίος λυρικός Αρχίλοχος (7ος π.χ.) ήταν ο πρώτος σατιρικός ποιητής που έγραψε σκωπτικούς ιάμβους. Ήταν ανήσυχος, αντισυμβατικός, τραχύς και αναζητούσε την αλήθεια που συχνά εξέφραζε μέσα από σατιρικούς στίχους. Η ριζοσπαστικότητά του γίνεται σαφής, αν αναλογιστεί κανείς πως ήταν ο πρώτος ποιητής που ειρωνεύτηκε τα ηρωικό ιδεώδες του προηγούμενου αιώνα της επικής ποίησης, που αποτελούσε σκοπό ζωής για τους ομηρικούς ήρωες.
Οξύτατη κριτική με κωδικοποιημένη σάτιρα έκανε και ο Αριστοφάνης (5ος π.χ.) στους πολιτικούς αλλά και πνευματικούς ανθρώπους της εποχής του. Απέφευγε την τεχνική της συγκαλυμμένης ειρωνείας και συχνά προτιμούσε το άμεσο ψεύδος, όπως στις Νεφέλες, που μέμφεται τους σοφιστές διατυπώνοντας ψευδείς κατηγορίες σε βάρος του Σωκράτη. Ενδεικτικές τις σατιρικής του διάθεσης είναι οι κωμωδίες Θεσμοφοριάζουσες και Βάτραχοι, όπου παρωδεί το ύφος του Ευριπίδη αλλά και οι Ιππείς – Αχαρνείς, που είναι πολιτικές σατιρικές αλληγορίες στις οποίες καυτηριάζει πολιτικά πρόσωπα και τις επιλογές τους.
Μέχρι το 12ο αιώνα ο πιο δημοφιλής τρόπος διασκέδασης στο Βυζάντιο ήταν ο ιππόδρομος. Εκεί λάμβαναν χώρα τα σκωπτικά άσματα με τα οποία ο λαός διακωμωδούσε τους βασιλιάδες. Στην πρώιμη δημώδη λογοτεχνία τα Πτωχοπροδρομικά ποιήματα σατίριζαν τα κοινωνικά φαινόμενα της φτώχειας των μορφωμένων ανθρώπων, τη σχέση με τις γυναίκες και την ευμάρεια των ηγουμένων. Αλλά και ο κόσμος της φύσης και των ζώων αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για αρκετά ποιήματα με πρωταγωνιστές ζώα και φυτά που σατιρίζουν τις ιδιότητες των ανθρώπων στην καθημερινότητά τους. Τα πιο γνωστά κείμενα του 13ου αιώνα είναι ο Πουλολόγος, η Διήγησις των τετραπόδων ζώων και το Συναξάριον του τιμημένου γαϊδάρου, που αποτελεί σάτιρα κατά του κλήρου και των λογίων.
Σατιρική και κριτική διάθεση διέπει τα ποιήματα του Στέφανου Σαχλίκη κατά την πρώιμη φάση της κριτικής Αναγέννησης αλλά και τα έργα του κρητικού θεάτρου του 17ου αιώνα· ο Κατσούρμπος του Γεώργιου Χορτάτση, ο Φορτουνάτος του Μ. Α. Φόσκολου και ο Στάθης σατιρίζουν ανθρώπινους τύπους και τις συνήθειές τους. Η σάτιρα βρήκε γόνιμο το έδαφος των Επτανήσων, όπου αναπτύχθηκε αρχικά από τον ποιητή Νικόλαο Κουτούζη και στη συνέχεια από το Δημήτριο Γουζέλη, το Διονύσιο Σολωμό και κυρίως τον Ανδρέα Λασκαράτο, ο οποίος καυτηρίαζε την ανηθικότητα και την υποκρισία. Με τις σατιρικές εφημερίδες που εξέδιδε και με έργα όπως Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς, δεν ήταν λίγες οι φορές που στράφηκε εναντίον των πολιτικών και της ανικανότητάς τους, ενώ πολέμησε σκληρά τις θρησκευτικές προλήψεις και την αυθαιρεσία της θρησκευτικής αρχής, με αποτέλεσμα να διωχθεί.
Κατά την περίοδο του αθηναϊκού ρομαντισμού η σάτιρα έχει εκφραστές τον Αλέξανδρο Σούτσο και τον Εμμανουήλ Ροΐδη· ο πρώτος καταφέρθηκαν εναντίον της πολιτικής κατάστασης της εποχής του και ο δεύτερος με το ιδιάζον ύφος του σατίρισε όχι μόνο την εκκλησία αλλά και τη σύγχρονη λογοτεχνική παραγωγή. Τη δεκαετία του 1880 εμφανίστηκε ο καυστικός Γιώργος Σουρής, που με την εφημερίδα του Ρωμηός επί 37 σχεδόν χρόνια σχολίαζε με χαριτολόγο ύφος τα κακώς κείμενα ενώ δεν παρέλειπε να αυτοσαρκαστεί. Τέλος, το σατιρικό στοιχείο υπάρχει και στην ποίηση των Κωστή Παλαμά, Κώστα Βάρναλη και Κωνσταντίνου Καβάφη με αποκορύφωμα τον Κώστα Καρυωτάκη που με τη σατιρική γραφή του εξέφραζε αιχμές κατά του κρατικού συστήματος αλλά και την πικρία του για τη ζωή.
Συνοψίζοντας, η ειρωνεία δεν προϋποθέτει μόνο την αντίθεση φαινομένου και πραγματικότητας[24] αλλά και το οξύ πνεύμα (είρωνας), που έχει την ικανότητα να εντοπίσει αυτές τις ασυμφωνίες, σε αντίθεση με το θύμα, που τις αγνοεί. Ουσιαστικά, είναι ένας ανώδυνος τρόπος να αντιμετωπίσει κανείς με φαινομενική ελαφρότητα τη συχνά δυσβάσταχτη πραγματικότητα, χωρίς αυτή να τον καταβάλει. Από την άλλη πλευρά ο σατιρικός καλλιτέχνης είναι το φερέφωνο του αγανακτισμένου κοινού[25], και θεωρεί το όπλο του διορθωτικό μέσο ενάντια στην ανθρώπινη φαυλότητα και μωρία. Συνδυάζοντας την κριτική με το χιούμορ διακωμωδεί τα δημόσια ή ιδιωτικά ήθη με τρόπο δηκτικό, προκειμένου να δημιουργήσει ισχυρές εντυπώσεις και να αποκαλύψει την αλήθεια.
Γαλάτεια Βασιλειάδου, 2010
[1] Vladimir Jankélévitch, Η Ειρωνεία, Πλέθρον, Αθήνα, 1997, σ. 15.
[2] Claire Colebrook, Irony, Routledge, London, 2004, σ. 2.
[3] D. C. Muecke, Ειρωνεία, μετ. Κώστας Πύρζας, Ερμής, 1974, σ. 27.
[4] Claire Colebrook, ό. π., σ. 6.
[5] Vladimir Jankélévitch, ό. π., σ. 18.
[6] Ο όρος θα επανέλθει παρακάτω.
[7] D. C. Muecke, ό. π., σ. 28.
[8] Claire Colebrook, ό.π., σ. 1.
[9] Claire Colebrook, ό.π., σ. 7.
[10] Γραμματικές των Aelius Donatus και Isidore of Seville.
[11] Claire Colebrook, ό.π., σ. 9.
[12] D. C. Muecke, ό. π., σ. 33.
[13] D. C. Muecke, ό. π., σ. 39.
[14] Κατερίνα Κωστίου, Η ποιητική της ανατροπής, Νεφέλη, Αθήνα, 2002, σ. 117.
[15] D. C. Muecke, ό. π., σ. 37-8.
[16] Vladimir Jankélévitch, ό. π., σ. 168.
[17] Γιώργος Βελουδής, Αναφορές, Έξη νεοελληνικές μελέτες, Φιλιππότης, Αθήνα, 1983, σ. 45.
[18] M. H. Abraams, Λεξικό λογοτεχνικών όρων, Πατάκης, Αθήνα 2005, σ. 428
[19] Arthur Pollard, Σάτιρα, μετ. Θεοχάρης Παπαμάργαρης, Ερμής, Αθήνα, 1974, σ. 48-74.
[20] M. H. Abraams, ό. π., σ. 429
[21] Κατερίνα Κωστίου, ό. π., σ. 34.
[22] Κατερίνα Κωστίου, ό. π., σ. 36.
[23] Κατερίνα Κωστίου, ό. π., σ. 37..
[24] D. C. Muecke, ό. π., σ. 49.
[25] Arthur Pollard, ό. π., σ. 107.