Γαλάτεια Βασιλειάδου
Ποιητής – Ναυτικός: Ένας “Άλλος”;
“Αν δεν ήμουνα θαλασσινός και δεν είχα γράψει ποιήματα, θα ’μουνα ένας ολότελα συνηθισμένος άνθρωπος. Κι έπειτα εγώ δεν ανήκω στον κόσμο της Τέχνης. Γι’ αυτό σώζομαι. Πες το παραξενιά, πες το μοίρα. Μου ’λαχε να ζήσω όσα έζησα και να τα κάμω ποίηση.”[1] Στα πλαίσια της πολιτισμικής εικονολογίας ο Νίκος Καββαδίας προσδιορίζεται ως ποιητής–ναυτικός· μια σπάνια -για τα λογοτεχνικά δεδομένα- περίπτωση δημιουργού. Όσο γραφικός και αν ακούγεται αυτός ο χαρακτηρισμός, αντικατοπτρίζει την αλήθεια, καθώς, όποια ιδιότητα από τις δύο κι αν υπερισχύει στο μυαλό του αναγνώστη καθώς διαβάζει το έργο του Καββαδία, δεν αναιρείται η άλλη.
Πράγματι, ο Καββαδίας από τα 18 του χρόνια δουλεύει σε φορτηγά πλοία και στα 28 γίνεται επαγγελματίας ασυρματιστής. Παράλληλα, παράγει λογοτεχνικό έργο, εξιστορώντας τη ζωή μιας κοινωνικής ομάδας του περιθωρίου -των ναυτικών- σε φανερή ή πιο υπαινικτική αντιδιαστολή με αυτή των στεριανών. Και πώς αλλιώς, αφού μόνο μέσα από την ετερότητα και την αντίστιξη διαμορφώνεται μια πολιτισμική εικόνα. Αυτή τυποποιείται πάντα στο καλούπι της διαφορετικότητας, η οποία αποτελεί για την ταυτότητα ό, τι για το ασπρόμαυρο φωτογραφικό φιλμ η στερέωση: απαραίτητο διάλυμα για να σχηματοποιηθεί καθαρά η επιθυμητή εικόνα. Ο Καββαδίας, παρακινημένος από ψυχολογικά και βιωματικά κίνητρα, συνθέτει το έργο του μέσα από πράξεις αυτοσκόπευσης και ετεροσκόπευσης πετυχαίνοντας, μάλλον ακούσια, τη δημιουργία μιας λογοτεχνίας αυτοαναπαράστασης αλλά και ετεροαναπαράστασης[2].
Την ίδια στιγμή, ασυνείδητα ή μη, αυτοπροσδιορίζεται διττά “άλλος”· σε σχέση με τους στεριανούς, επειδή είναι θαλασσινός, αλλά και σε σχέση με τους “άμουσους”, καθώς ο ίδιος είναι ποιητής. Βέβαια, ο Καββαδίας δεν μπορεί να θεωρηθεί τυπικός άνθρωπος των γραμμάτων. Η λογοτεχνική του δημιουργία δε συνιστά κλασική στερεοτυπία, δηλαδή, μια δραστηριότητα που κόβει, ράβει και συγκολλά στοιχεία ανασυνθέτοντάς τα σε ένα σχήμα γνωστό από πριν[3]. Περισσότερο φαίνεται να αποτελεί εσωτερική ανάγκη παρά συγγραφική πρόθεση, που βασίζεται σε τακτική και σχεδιασμένη δόμηση ενός προϋπάρχοντος προτύπου.
Ωστόσο, αν και η λογοτεχνική παραγωγή του δεν ακολουθεί στρατηγική, αναπόφευκτα αποτυπώνει ένα στερεοτυπικό μοντέλο, καθώς - ακόμη και εν αγνοία του - το έργο του επηρεάζεται από τους τεσσερις βασικούς φορείς σχηματισμού στερεοτύπων: τις προσωπικές εμπειρίες, το κοινωνικό πλαίσιο, τα προσωπικά του διαβάσματα αλλά και την προσωπική επαφή με το συγγενικό του περιβάλλον[4]. Για παράδειγμα, το επάγγελμα του πατέρα του (τροφοδότης πλοίων) και η επαφή του εντεκάχρονου Καββαδία με τη θάλασσα πιθανόν άσκησαν επιρροή στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς αλλά και της γραφής του.
Τα παραπάνω στοιχεία, δηλαδή ο ιδιόμορφος συνδυασμός του ευαίσθητου πνεύματος του καλλιτέχνη με την τραχύτητα του ναυτικού, διέπλασαν ένα λογοτεχνικό έργο, που αν και αναπαράγει ένα συγκεκριμένο φάσμα εικόνων, αυτό δεν υστερεί σε αυθεντικότητα. Ο Καββαδίας, υιοθετώντας μια διεισδυτική οπτική των πραγμάτων, δεν είναι φορέας διάδοσης ιδεών. Αντίστοιχα, και τα ποιήματά του δεν αποτελούν εκμαγεία βαθύσκιωτων στοχασμών ενός πνευματικού ταγού. Πλαισιωμένος από ένα ανθρωπιστικό περίβλημα, καταγράφει τις εμπειρίες του μέσα από το φίλτρο της ενδοσκόπησης, με αποτέλεσμα να μη συνθέτει παλίμψηστα ή ευφάνταστα επινοήματα του μυαλού αλλά γνήσιες δημιουργίες.
Εικονολογική ανάλυση
Κατασκευή ταυτότητας – ετερότητας
Ο Καββαδίας από την πρώτη στιγμή εισάγει το ναυτικό-εαυτό του ως “άλλο” χρησιμοποιώντας κάποια ενδεικτικά διαφοροποιά στοιχεία. Αυτά βοηθούν στην εικονολογική διαμόρφωση των ναυτικών αλλά και του ίδιου, ενός επαγγελματία ασυρματιστή που αποτελεί μέρος ενός όλου αλλά και μια πολύ ξεχωριστή μονάδα· αυτή του ποιητή.
Για να τονιστεί η ετερότητα του συνόλου που αντιπροσωπεύει ο ποιητής, γίνεται χρήση ενός ειδικού βασικού λεξιλογίου[5], συχνά ενισχυμένο και με επτανησιακό ιδίωμα, αποτελούμενου από ναυτικούς όρους, τους οποίους σε καμιά στιγμή δεν κρίνει ο Καββαδίας ότι πρέπει να συμπεριλάβει σε γλωσσάρι. Λέξεις όπως μοράβια[6], δάνειο της ιταλικής λέξης moravia που σημαίνει χρώμα εξαιρετικής αντοχής που χρησιμοποιείται για βαφή υφάλων πλοίου[7], ή προορισμοί όπως το Παραμέ[8] (μικρή παραλιακή πόλη κοντά στη θάλασσα της Μάγχης[9]) δεν μπορούν να γίνουν απολύτως καταληπτές από το μέσο αναγνώστη αλλά προσδίδουν εξωτισμό στο έργο
“Κουφός ο Σάλαχ το κατάστρωμα σαρώνει.
- Μ' ένα ξυστρί καθάρισέ με απ' τη μοράβια”[10]
Εξάλλου, τα εξωτικά στοιχεία στο έργο του Καββαδία, αν και εμφανίζονται συχνά, δεν αποτελούν παρά την περιρρέουσα ατμόσφαιρα του ποιητικού έργου, δηλαδή έναν τρόπο μυθοποίησης του ξενικού χώρου [11], που απέχει ναυτικά μίλια από τη στεριά. Οι ξενόγλωσσες φράσεις, οι αλλοεθνείς αναφορές, οι ξενόφερτοι όροι, τα ξένα ονόματα των προσώπων αλλά και μια σειρά από τοπωνύμια προσδιορίζουν το χώρο των ναυτικών, που γεωγραφικά δε γνωρίζει σύνορα
“Ακόμα ξέρω τον αρχαίο σκοπό του Μινικάπε,
τη φοινικιά που ζωντανή θρηνεί στο Παραμέ”[12]
Ουσιαστικά, πρόκειται για τον πολυεθνικό μικρόκοσμο του καραβιού, που βάζει διαρκώς πλώρη προς κάποιο μακρινό λιμάνι· από ένα σημείο και μετά σημασία δεν έχει ο προορισμός αλλά το ίδιο το ταξίδι, όχι με την καβαφική έννοια αλλά την κυριολεκτική-διαδικαστική, δηλαδή ως χρόνια και μηχανική δραστηριότητα, που εμπεριέχει το στοιχείο της περιπέτειας, αλλά δεν παύει να είναι μια τυποποιημένη επανάληψη· μια μαθημένη συμπεριφορά κατά την οποία η ροή του χρόνου δεν προσδιορίζεται
“Γυαλίζει ο Σημ της μηχανής τα δυο ποδάρια.
Ο Ρεκ λαδώνει στην ανάγκη το τιμόνι.
Μ' ένα φτερό ξορκίζει ο Γκόμπυ τη μαλάρια
κι ο στραβοκάνης ο Χαράμ πίτες ζυμώνει”[13]
Όσον αφορά τη σχέση μεταξύ αφηγητή και “άλλου”[14], η εξέτασή της οδηγεί στο συμπέρασμα πως ο αφηγητής -στην προκειμένη περίπτωση ποιητής- είναι και “αυτός” και “άλλος”. Συγκεκριμένα, είναι “αυτός” καθώς προσδιορίζει το εγώ του εμφανίζοντας χαρακτηριστικά ετερότητας σε σχέση με τους αλλοεθνείς συναδέλφους και ανθρώπους των λιμανιών που συναναστρέφεται. Από την άλλη πλευρά, και ο ίδιος αποτελεί έναν “άλλο” σε σχέση με τους ανθρώπους της στεριάς αλλά και τους υπόλοιπους ναυτικούς, καθώς, από την στιγμή που τον διαφοροποιεί η ιδιότητα του ποιητή, δεν εντάσσεται στο μέσο όρο των “καραβίσιων”.
Προφίλ ναυτικών - Διαφορετικότητα ναυτικού – ποιητή &
Θέση Καββαδία σε σχέση με την κοινωνία
“Η μυρουδιά του βαποριού, η μυρουδιά της θάλασσας, η μυρουδιά της φυγής. Την οσφραινόμουνα με τα ρουθούνια αχόρταγα. Έτσι μυρίζουμαι και τα βιβλία. (…) Κι έπειτα το πλοίο φεύγει και ξαναβρίσκω τον εαυτό μου τον ποιητή, το ναύτη, το θαλασσόβιο”[15]. Ο τρόπος με τον οποίο ο Καββαδίας μέσα από την ποίησή του καταφέρνει να προσδιορίσει τον εαυτό του είναι θαυμαστός και συνάμα αξιοπερίεργος. Από τον πρώτο κιόλας στίχο του προλογικού ποιήματος “Μαραμπού”
“Λένε για μένα οι ναυτικοί που εζήσαμε μαζί”[16]
της πρώτης του ομώνυμης ποιητικής συλλογής, διαχωρίζει τη θέση του από τους “άλλους”, στην προκειμένη περίπτωση τους στεριανούς. Παράλληλα, μέσα από τα μάτια ανθρώπων που έχουν την ίδια ιδιότητα με αυτόν, χαρακτηρίζει μια ολόκληρη κοινωνική ομάδα, δηλαδή αυτή των ναυτικών. Πιο συγκεκριμένα, οι “άλλοι” είναι οι συνάδελφοί του και ουσιαστικά, όσα παρουσιάζει να λέγονται για τον ίδιο μέσα από το στόμα τους, χαρακτηρίζουν όλη την κοινωνική ομάδα.
Στο ποίημα αυτό περιγράφεται τραχιά αλλά γλαφυρά ο αντιπροσωπευτικός τύπος των ναυτικών, άρα και ο ίδιος ο Καββαδίας, που πρώτα από όλα ήταν γνήσιος θαλασσινός. Στο σύνολό τους παρουσιάζονται να είναι δύστροποι, διεστραμμένοι, μισογύνηδες, ύπουλοι, χρήστες ουσιών, στιγματισμένοι σε ολόκληρο το κορμί με αισχρές ζωγραφιές αλλά και ψεύτες.
“πως είμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο
Πως τις γυναίκες μ’ ένα τρόπο ύπουλο μισώ
Κι ότι μ’ αυτές να κοιμηθώ ποτέ μου δεν πηγαίνω”[17]
Όμως ο Καββαδίας διαφοροποιεί την εικόνα του από το σύνολο· παραλληλίζει τον εαυτό του με το μοναχικό πουλί Μαραμπού. Και πώς όχι αφού, σε αντίθεση με τους άλλους, είναι ποιητής και συχνά κάτι τον σπρώχνει επίμονα να γράψει στο χαρτί για μια κρυφή πληγή του παρελθόντος. Δεν είναι τυχαίο πως η εσωτερική ανάγκη του ναυτικού-ποιητή για συγγραφή και έκφραση όσων των πληγώνουν, συνδυάζεται με την αποδημία των Μαραμπού, δηλαδή με τη φυγή, που για το θαλασσινό σημαίνει μια νέα περιπέτεια.
Στο ίδιο ποίημα, ο Καββαδίας έντεχνα περιδιαβαίνει από το εγώ στο εσύ. Μια γυναίκα -μετέπειτα πόρνη- που ερωτεύτηκε στο καράβι, θα μπορούσε να θεωρηθεί προσωπείο του ποιητή, το οποίο εφευρίσκει για να εκφράσει την τραγική ειρωνεία της ζωής αλλά και στοιχεία του χαρακτήρα του, που ευρηματικά αποδίδει σε αυτήν: μελαγχολική φύση, ταξίδι ως απόπειρα λησμονιάς δυσάρεστου γεγονότος, ανάγνωση και απαγγελία θλιμμένων γαλλικών στίχων, ατένιση της θάλασσας.
“ταξίδευε τη λύπη της σε χώρες μακρινές
μήπως εκεί γινότανε να τηνε λησμονήσει (…)
συχνά στίχους απάγγλενε θλιμμένους γαλλικούς
κι ώρες πολλές προς τη γαλάζιαν έκταση κοιτούσε”[18]
Σε αυτό το σημείο ο ποιητής συμπληρώνει την εικόνα του ναυτικού παρουσιάζοντας τον να αφηγείται τη δυστυχία του αποχωρισμού και να αναπολεί το παρελθόν με αφορμή τη φωτογραφία του αγαπημένου προσώπου. Στα περισσότερα ποιήματα αφορμή αναπόλησης του ναυτικού αποτελεί απλά μια ανάμνηση - χωρίς την ανάγκη ύπαρξης ενός αντικειμένου.
Η γυναίκα-πόρνη αλλά και η χρήση ουσιών κάνουν την εμφάνισή τους από το πρώτο ποίημα του Καββαδία και αμφότερα, είτε από ανάγκη είτε από συνήθεια, αποτελούν σημαντικό κομμάτι του κόσμου των ναυτικών. Η γυναίκα των λιμανιών προσφέρει εφήμερη χαρά στους ναυτικούς και ουσιαστικά ποτέ δεν εκπληρώνει την ερωτική τους επιθυμία, καθώς μετέπειτα εξαϋλώνεται σε οπτασία, όνειρο ή ανάμνηση. Τις περισσότερες φορές, ο πρόσκαιρος πόθος μετουσιώνεται σε βαθιά αίσθηση ενοχής, τρέλα ή αρρώστια στο αίμα των ναυτικών και βαραίνει σαν δυσβάσταχτο βάρος το φορτηγό καράβι της ψυχής τους
“σαν τον τρελό που αδιάκοπα τρικλίζει και χαζεύει
φέρνοντας μες στο αίμα μου μια αρρώστια τρομερή
που ακόμα βασανιστικά το σώμα μου παιδεύει”[19]
Ο Καββαδίας, όντας ποιητής, άρα και στοχαστής, αν και έχει επίγνωση της πραγματικότητας, τις ύπουλες μοναχικές ώρες συχνά παγιδεύεται στα δίχτυα των τύψεων. Μια από αυτές τις στιγμές, ασκεί αυστηρή αυτοκριτική και παρουσιάζει τον εαυτό του να βρίσκει αντικατοπτρισμό στο μοναχικό Μαραμπού, που πάσχει από ιδιωτεία
“νομίζω πως στη μοναξιά και στη βλακεία του μοιάζω”[20]
Στο σύνολο τους οι ναυτικοί, επειδή περνάνε πολλές ώρες μοναξιάς, έχουν άπλετο χρόνο να σκεφτούν αλλά όχι και να μοιραστούν. Συνομιλούν με το Θεό και αναπόφευκτα κάνουν απολογισμό της ζωής τους, που πολύ συχνά απειλείται από το θάνατο
“λυπάμαι μοναχά που δεν μπορώ να πω σε κάποιον,
κάτι που πολύ φριχτά με βασανίζει”[21]
Τις ώρες της ερήμωσης ή των μεγάλων κινδύνων αναμετρώνται με τον εαυτό τους. Δεν είναι τυχαίο πως την ώρα που εγγίζουν το χαμό οι ναυτικοί αναπολούν τη μάνα και εξομολογούνται τις αμαρτίες τους στο Θεό, που ίσως ταυτίζεται με την τρομερή φυσική δύναμη της θάλασσας. Ο Καββαδίας, αν και δε διαφέρει από τους υπόλοιπους ναυτικούς ως προς τα παραπάνω, χάρη στην ιδιότητα του ποιητή λυτρώνεται από την αφασία και εκφράζει το δέος του μπροστά στη συνειδητοποίηση του θανάτου μέσα από την ποιητική δημιουργία
“Στο ημερολόγιο γράψαμε: «Κυκλών και καταιγίς».
Εστείλαμε το S.O.S. μακριά σε άλλα καράβια
(…)
πολύ αμφιβάλλω αν φτάσουμε μια μέρα στη Μπατάβια
(…)
Συγχώρεσέ με… Κάποτες οπού 'χα πιει πολύ
(…)
Συγχώρεσέ με… Μια βραδιά θολή στο Σάντα Φε
(…)
Κι ακόμα, Κύριε… ντρέπομαι να το συλλογιστώ
(…)
Κύριε… ετούτο το κορμί το τόσο αμαρτωλό
σε λίγο στις υδάτινες ειρκτές νεκρό θα πέσει”[22]
Ο “εξόριστος”[23] ποιητής συμπληρώνει το μοναχικό προφίλ των ναυτικών αναφερόμενος στη συνήθειά τους να αναζητούν συντροφιά σε άψυχα αντικείμενα. Σε αντίθεση με τη ζωή στη στεριά, η καθημερινότητα σε ένα καράβι που αλλάζει προορισμούς, χαρακτηρίζεται από μεταβλητότητα αλλά συχνά θυμίζει φυλακή: “Για τους ναυτικούς δεν έχει κόλαση στην άλλη ζωή. Τη ζούμε μες στα σίδερα ζωντανοί”[24]. Οι ναυτικοί νιώθουν βαθιά την έλλειψη των ψυχικών δεσμών και από ανάγκη καταφεύγουν στην ανάπτυξη συναισθηματικών σχέσεων με άψυχα αντικείμενα. Αυτά συχνά προσωποποιούνται και συντροφεύουν την σκέψη τους, καθώς αποτελούν αφορμή για ενθύμηση· όμως μπορούν να αποβούν και επικίνδυνα μέσα στην παραζάλη της ερημιάς που φλερτάρει με την αυτοκαταστροφή
“Ένα στιλέτο έχω μικρό στη ζώνη μου σφιγμένο
(…)
φοβάμαι μη καμιά φορά το στρέψω στον εαυτό μου…”[25]
Βέβαια, ο Καββαδίας λόγω της διττής ιδιότητάς του αναζητά παρέα και στο μολύβι. Γι’ αυτόν τα άψυχα, απόντων των έμψυχων ερεθισμάτων, τρέπονται σε δυνάμει θεματικά κέντρα γύρω από τα οποία μπορεί να αναπτυχθεί μια ποιητική ιστορία
“Έχω μια πίπα ολλανδική από ένα μαύρο ξύλο…”[26]
Κάποτε ένα άψυχο αντικείμενο εκφράζει τον ψεύτικο κόσμο της πρόσκαιρης ευτυχίας μέσω μιας επιθυμίας που γίνεται οπτασία[27]· μιας οπτασίας που ενσαρκώνεται για λίγο στον κόσμο της φαντασίας ή της παραίσθησης. Οι ναυτικοί αποκτούν πρόσβαση σε αυτό τον κόσμο δια της οδού των απαγορευμένων ουσιών ή του αλκοόλ. Ο ναυτικός-ποιητής, διπλά μόνος, αποκλεισμένος από την κοινωνία και παραδομένος στη δημιουργική ατομική του αγωνία, έχει επίγνωση των συνεπειών της απομονωμένης ζωής· της “νευρασθένειάς” του, όπως ονομάζει. Αυτή, σε συνδυασμό με τις καταχρήσεις, οδηγεί στη φαντασίωση του δίπολου γυναίκα-θάλασσα, εκφράζοντας την ψυχεδέλεια
“Και πότε μια ψηλή, ο καπνός, γυναίκα σχηματίζει
(…)
Και βλέπω πάλι, άλλες φορές, μια γρήγορη γαλέρα”[28]
Ένα αξιοσημείωτο στοιχείο που αναφέρει ο Καββαδίας, καθώς αποτυπώνει την εικόνα των ναυτικών, είναι πως ακόμη και υπό την επήρεια ουσιών αυτοί φαντασιώνονται τη θάλασσα, που είναι αναμφισβήτητα η μεγάλη τους αγάπη. Παρά τις στερήσεις που βιώνουν εξαιτίας της αυτοεξορίας τους από την στεριά, ίσως και να ευγνωμονούν το θαλασσινό στοιχείο, γιατί τους έχει εξοικειώσει με το θάνατο
“Μου’ λεγ’ ακόμα ότ’ είδ’ αυτός, μια νύχτα που ‘χε πιει,
Πως πάνω σ’ άτι εκάλπαζε, στην πλάτη της θαλάσσης,
και πίσωθε του ετρέχανε γοργόνες με φτερά”[29]
Κάποτε αναφέρεται στο θάνατο με κυνισμό, γιατί αποτελεί μια ιδέα που ωριμάζει στο μυαλό των ναυτικών εξαιτίας της πολύωρης σκέψης και των επικίνδυνων περιδιαβάσεων στη θάλασσα
“Η αυτοκτονία, προνόμιο πια στα θηλυκά –
κάποτες κάναμε κι εμείς αυτή τη σκέψη.
Πεθαίνεις πιο σιγά με τα ναρκωτικά,
μα τελευταία τα’ χουν κι αυτά πολύ νοθέψει”[30]
Το μοτίβο θάλασσα-θάνατος βοηθά στην ολοκλήρωση του πορτραίτου του ναυτικού-ποιητή και επανέρχεται συχνά, ακολουθώντας ακόμη και αντίστροφη πορεία. Για παράδειγμα, το γράμμα ενός ασθενούς από την στεριά, που ήθελε να γίνει ναυτικός, αποτελεί θεματικό κέντρο ενός εξομολογητικού ποιήματος. Ο Καββαδίας επιλέγει αυτή τη μονολογική μορφή, γιατί ο άρρωστος εραστής της θάλασσας αν και έχει ανάγκη από επικοινωνία, γνωρίζει πως δεν θα προλάβει να λάβει απάντηση από το ναυτικό φίλο του. Σε αυτό το σημείο παρατηρεί κανείς ότι η θάλασσα αποτελεί ανεκπλήρωτο όνειρο για τον στεριανό, ο οποίος παρομοιάζει το θάνατο με ταξίδι και προσωποποιεί το Χάρο με καπετάνιο. Αμφότεροι άρρωστος-στεριανός και ποιητής-ναυτικός έχουν επίγνωση του προορισμού του ταξιδιού τους: το θάνατο
“Μάθε, ο γιατρός πως είπε στη μητέρα μου
Ότι σε λίγες μέρες θα πεθάνω . . .
(…)
Θυμάσαι που ταξίδια ονειρευόμουνα
κι είχα ένα διαβήτη κι έναν χάρτη
(…)
Τώρα στο τζάμι ένα καράβι εσκάρωσα
κι ένα του Μάγκρ στιχάκι έχω σκαλίσει:
«Τι θλίψη στα ταξίδια κρύβεται άπειρη!»
Κι εγώ για ένα ταξίδι έχω κινήσει.
(…)
Αλήθεια! Ο Χάρος ήθελα να ’ρχότανε
σαν ένας καπετάνιος να με πάρει
χτυπώντας τις βαριές πέτσινες μπότες του
κι ένα μακρύ τσιμπούκι να φουμάρει”[31]
Τη μοναξιά των ναυτικών διασκεδάζει η παρουσία κάποιων ζώων, κυρίως γάτας ή μαϊμούς. Το ζώο ταυτίζεται με τον άνθρωπο και μοιάζει να τον συμπληρώνει ή να μοιράζεται μαζί του τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει στη θάλασσα[32]. Η γάτα, νωχελική και βραδυκίνητη όπως η γυναίκα, χρησιμεύει ως υποκατάστατό της
“είναι γι’ αυτούς σα μια γλυκιά γυναίκεια συντροφιά
(…)
Είναι περήφανη κι οκνή, καθώς όλες οι γάτες
(…)
…αναλύεται σ’ ένα αργό και ηδονικό σπασμό”[33]
Ο ποιητής Καββαδίας επεκτείνει το λόγο ύπαρξης αυτών των πλασμάτων στο καράβι, παρουσιάζοντας τα όχι μόνο ως μέσο εξωτερίκευσης των καταπιεσμένων συναισθημάτων των ναυτικών αλλά και ως αντικαθρέφτισμά τους
“Ένα τσιμπούκι δάγκωνε στο στόμα της χοντρό
(…)
καπνό (…) οπίου, που από μικρή την είχε συνηθίσει (…)”[34]
Ενδεικτικό παράδειγμα είναι μια μαϊμού, που ο Καββαδίας δεν παρουσιάζει απλά να αποτελεί συμπληρωματικό διάκοσμο του καραβιού αλλά να ευθυγραμμίζεται με τη συμπεριφορά του ίδιου· να συμπάσχει
“Όταν στη γέφυρα έκανα τη βάρδια της νυχτός
κι η νύστα βασανιστικά τα μάτια μου ετρυπούσε
στον ώμο μου κρυώνοντας στεκόταν σκυθρωπή
και σοβαρά μαζί μ’ εμέ τον μπούσουλα εκοιτούσε”[35]
Αξιολογεί τη συμπεριφορά της μαϊμούς σαν να πρόκειται για άνθρωπο και θεωρεί μεγάλο προτέρημα το ότι αυτή ξέρει να σιωπά, εκλαμβάνοντας τη σιωπή της σαν προσωπική επιλογή ενός έλλογου όντος, σαν ένδειξη σεβασμού. Ζουν όπως ένα ζευγάρι φίλων ή αγαπημένων, καθώς μοιράζονται την καθημερινότητα και κατά κάποιο τρόπο εκτιμά ότι δεν τον αποσυγκεντρώνει από τις σκέψεις του ασυρματιστή αλλά και του στοχαστικού ποιητή. Παρόλ’ αυτά δεν αγνοεί το γεγονός ότι κρύβει κάτι από την πονηράδα της γυναίκας
“Είχε προτέρημα πολύ μεγάλο: να σιωπάει
Μα κάτι είχε απ’ την ύπουλη καρδιά της γυναικός”[36]
Σε περίπτωση θανάτου ενός ζώου και κυρίως της γάτας, οι ναυτικοί νιώθουν πόνο παρόμοιο με αυτόν που προκαλεί η απώλεια μιας αγαπημένης γυναίκας και βρίσκουν κρυψώνα στην πλώρη· όσο και αν μαίνεται καιρική και ψυχική κακοκαιρία, στην πλώρη έχει μια πνιγμένη ησυχία, που όσο ηρεμεί άλλο τόσο βασανίζει τους ναυτικούς. Η πλώρη, μέσα από τις περιγραφές του Καββαδία, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί τάφος. Σε αυτό το μέρος του καραβιού ο ναυτικός συχνά έρχεται αντιμέτωπος με τη συνειδητοποίηση ότι στον πλωτό βωμό της θάλασσας θυσίασε την “εγκόσμια” ζωή και την ηρεμία του
“Είχε δεξιά κι αριστερά, απάνω το ‘να στ’ άλλο,
τα ξύλινα κρεβάτια μας στα πλάγια κολλητά,
που έμοιαζαν, μέσα στο θαμπόν, ανάλαφρο σκοτάδι,
φέρετρα που ξεχάστηκαν και μείναν ανοιχτά.
(…)
Πάντα βασίλευε σιγή θανατερή εκεί μέσα
(…)”
Στην πλώρη αυτή κατάστρεψα τον ήρεμον εαυτό μου
και σκότωσα την τρυφερή παιδιάτικη ψυχή”[37]
αλλά και ιερό, στο οποίο καταφεύγει ο ναυτικός τις δύσκολες ώρες
“Kαι τότε οι ναύτες, που πολύ σπάνια λυγά η καρδιά τους,
πάνε στην πλώρη να κρυφτούν με την καρδιά σφιχτή”[38]
Προηγουμένως αναφέρθηκε[39] ότι η φυγή είναι βασικό στοιχείο του ποιητικού έργου του Καββαδία. Αυτή η φυγή δεν εξωραΐζεται από τον ποιητή αλλά παρουσιάζεται μέσα από τα μάτια του ναυτικού, που έχει αφιερώσει τη ζωή του στη θάλασσα και το ταξίδι. Οι ναυτικοί, όχι μόνο κάνουν πράξη τη “μανία” τους -σε αντίθεση με τους στεριανούς που ζουν στατικά περνώντας τη μέρα τους στο γραφείο ή στο καφενείο- αλλά από ένα σημείο και μετά συνηθίζουν την τραχιά ζωή μακριά από την ξηρά. Ο Καββαδίας, χωρίς αλληγορίες αλλά με αμεσότητα και κυνισμό, ασκεί κριτική στους ριζωμένους στεριανούς
“Να ζεις στην ίδια πολιτεία παντοτινά
και να ‘χεις των αναχωρήσεων τη μανία,
μα φεύγοντας απ’ το γραφείο τα βραδινά
να κάνεις οφθαλμοπορνεία στα καφενεία”[40]
Παράλληλα, απομυθοποιεί την περιπετειώδη ζωή των ναυτικών, οι οποίοι δε νιώθουν πληρότητα στην ψυχή, γιατί έχουν την επίγνωση πως από ένα σημείο και μετά η εναλλακτική ζωή τους δεν είναι παρά μια επανάληψη μεταβολών. O διεισδυτικός Καββαδίας παρατηρεί πως η συνειδητοποίηση αυτή προκαλεί πλήξη στους ναυτικούς και κυρίως στις καλλιτεχνικές ιδιοσυγκρασίες σαν τη δική του, όπως τονίζει μάλλον με αυτοσαρκασμό[41]
“Τα φορτηγά είναι κακοτάξιδα κι αργούν,
μες στα ποστάλια πλήττεις, βλέποντας τουρίστες·
το να φορτώνεις μήνες ρύζια στο Ραγκούν
είν’ ένα πράμα που σκοτώνει τους αρτίστες
Οι πόλοι γίνανε σε μας πολύ γνωστοί,
θαυμάσαμε πολλές φορές το βόρειο Σέλας
κι έχουν οι πάγοι χρόνια τώρα σκεπαστεί
από αδειανά κουτιά σπανιόλικης σαρδέλας”[42]
Στην τελευταία ποιητική συλλογή του Καββαδία, που εκδίδεται στα 1975, μετά το θάνατό του αλλά και μετά την αμφιλεγόμενη “Βάρδια” (1954), ο ποιητής γίνεται πιο εξομολογητικός - χωρίς αυτό να σημαίνει ότι καταφεύγει σε λυρικά στολίδια. Κατορθώνει να συνθέσει ένα έργο στεριωμένο σε δύο αντιφατικά θεμέλια: στις σκληρές ναυτικές εμπειρίες αλλά και στη διαπεραστική ποιητική ευαισθησία του. Ένα χαρακτηριστικό στοιχείο του ναυτικού αλλά και του ποιητή είναι η απομόνωση, στην προκειμένη περίπτωση όχι της αστικής κάμαρας, αλλά της πλώρης. Ο “Λύχνος του Αλαδδίνου” -το τελευταίο ποίημα από τη συλλογή Πούσι- μοιάζει να βρίσκει τη συνέχεια του στο “Μουσώνα” (το πρώτο ποίημα της συλλογής Τραβέρσο), καθώς και τα δύο ζωντανεύουν εικόνες από την καραβίσια ζωή.
Στο Μουσώνα ο αναγνώστης παρατηρεί πώς η περιφραγμένη από τα ρέλια ζωή του ναυτικού οριοθετεί το σώμα αλλά όχι και το πνεύμα. Ο Καββαδίας παρακινημένος από τη λανθάνουσα ποιητική του αγωνία παρουσιάζει τη διάθεση των ναυτικών να εναλλάσσεται σαν τον καιρό. Ο ποιητής διερωτάται και διαπιστώνει πώς ο χρόνος σαπίζει την κουπαστή και εθίζει τους ναυτικούς σε μια γαλάζια αλλά και γκρίζα θέαση της ζωής. Έτσι και ο ίδιος, αφού κάνει αυτοκριτική σχετικά με το ταλέντο του στην εξιστόρηση, εντάσσεται στο “εμείς” της ναυτικής κοινότητας. Αυτοπαρουσιάζεται πρωτίστως και αναπόφευκτα ναυτικός, που γυρίζει τον “τροχό”-ζωή αλλά και “γύφτος”-ποιητής, που γυρίζει τη φωτιά
“Τρελός Μουσώνας ράγισε μεσονυχτίς τα ρέλια.
Στο χέρι σου χλωρό κλαρί, χαρτί κι ένα φτερό.
Τέσσεροι κάμανε καιροί τα ρούχα σου κουρέλια.
(…)
Γιατί μπήγεις τα νύχια σου στη σάπια κουπαστή;
Είν’ ένα φάδι αθώρητο και μου μποδάει τη βλέψη.
Γαλάζιο βλέπω μοναχά, γαλάζιο και σταχτί.
(…)
Μα ένα πουλί μου μήνυσε πως κάποιος άλλος σ’ τα ‘πε
κάποιος που ξέρει να ιστορά καλύτερα από με.
(…)
Γυρίζει ο ναύτης τον τροχό κι ο γύφτος τη φωτιά.
Και ‘μεις, που κάμαμε πετσί την καραβίσια βρώμα,
στο πόρτο θα κερδίσουμε και πάλι στα χαρτιά.”[43]
Αν και οι συνθήκες τον εξαναγκάζουν σε μια τραχιά ζωή, στην ψυχή του φωλιάζουν η ενοχή και η αμαρτία. Ο Καββαδίας ευφάνταστα σκιτσάρει έναν άνθρωπο με προσμίξεις και αναμίξεις, σαν αυτές των χρωμάτων στην παλέτα ενός ζωγράφου. Ίσως γι’ αυτό περιδιαβαίνει το έργο του πλήθος ζωγράφων με τους οποίους έχει την ανάγκη να συνομιλήσει. Ο διχασμός του Καββαδία, συνειδητά ή μη, αποτυπώνεται στην ποίησή του και μέσα από το μοτίβο του α-πρόσωπου, του αν-ώνυμου, του ά-μορφου και ά-σχημου, φανερώνει την εσωτερική του πάλη, όχι μόνο όσον αφορά τις δύο ιδιότητές του αλλά και το ήθος του. Η αυτοεικόνα, που πλάθει με τους στίχους του, παρουσιάζει ένα ναύτη εντός και εκτός πληρώματος, που έλκεται και συνάμα απωθείται από τη ζωή του - μια ζωή που θυμίζει φουσκονέρι· βουβό και επικίνδυνο κύμα που ακρωτηριάζει
“ Άσχημος είμαι. Αμαρτωλός σε φρέσκο του Ανωνύμου,
χυμένο είναι το μάτι μου με χτύπημα σφυριού,
το αυτί κομμένο, κι έχασα μια νύχτα τη φωνή μου
στη ναυμαχία του Μισιριού.
(…)
Κοστάρω κι όλο με τραβάει μακριά το καραντί.”[44]
Η εσωτερική αμφιταλάντευση των ιδιοτήτων του Καββαδία φανερώνεται ξεκάθαρα και όταν προσωποποιεί τη μοίρα με γυναίκα κατονομάζοντάς την “αμφίβια”[45]· πρόκειται για έναν πολύ εύστοχο χαρακτηρισμό που χαρακτηρίζει μεμονωμένα ένα ναυτικό, από τη στιγμή που ζει μεταξύ στεριάς και θάλασσας, αλλά και τον ίδιο το γράφοντα, που παλαντζάρει ανάμεσα στον επαγγελματία ασυρματιστή και τον κρυμμένο ταλαντούχο ποιητή. Πιθανότατα, με τη χρήση των λέξεων μοίρα, θάνατος και πέτρα, συνομιλεί και με τον Αλμπέρ Καμύ. Δεν θα ήταν ακραίο να εικάσει κανείς ότι ο Καββαδίας, επιλέγοντας τη σκληρή δουλειά του ναυτικού, που τον χωρίζουν εφτά ισημερινοί από την στεριά-γυναίκα, κατά κάποιο τρόπο ταυτίζεται με το Σίσυφο, που βεβαίως έχει αποδεχτεί τη Fata morgana και γι’ αυτό πρέπει να τον φανταστούμε ευτυχισμένο
“Βαμμένη. Να σε φέγγει κόκκινο φανάρι
Γιομάτη φύκια και ροδάνθη, αμφίβια Μοίρα
(…)
…Πάρε, ψάξε, μέτρα.
Εδώ κοντά σου, χρόνια ασάλευτος να μένω
ως να μου γίνεις Μοίρα, Θάνατος και Πέτρα.”[46]
Spleen
“Οι θαλασσινοί δεν πάνε ούτε στην κόλαση ούτε στον παράδεισο. Βολοδέρνουνε σ’ ένα διάδρομο μεταξύ. Δηλαδή κι εκεί ταξιδεύουνε. Για σκέψου…”[47]. Ο Καββαδίας στο σημείο αυτό διαλέγεται με συγγραφείς, καθώς παρουσιάζει το θάνατο των θαλασσινών σαν το Καθαρτήριο της Θείας Κωμωδίας του Δάντη ή ακόμη σαν το “μεσοδιάστημα” μεταξύ δύο αβύσσων του Καζαντζάκη. Ο Καββαδίας παρομοιάζει τη ζωή με καράβι και συλλογιζόμενος το Μοιραίο αναρωτιέται “Τα πάμε τα καράβια ή μας πάνε;[48]”
Δε θα ήταν υπερβολή να θεωρήσουμε ότι η λογοτεχνική παραγωγή του Καββαδία αποτελεί μεν εσωτερική ανάγκη και κατάθεση ψυχής αλλά από την άλλη το πηγαίο μοίρασμα με τον αναγνώστη θυμίζει απαλλαγή από το άχθος εσωτερικού φορτίου. Είναι γεγονός πως σε πολλά σημεία του ποιητικού του έργου κυριαρχεί η μελαγχολία, γιατί ο Καββαδίας εκτός από ανθρωποκεντρικός είναι και ανθρώπινος· πέρα από πονετικός είναι και πονεμένος[49]: “αγκάλιασε ολόκληρο το νεώτερο άνθρωπο, με τις αδυναμίες του, την αρρωστημένη του χάρη”[50], όπως είχε τονίσει ο Μπανβίλ στον επικήδειο λόγο του για το Μπωντλαίρ.
Ο Καββαδίας στην στεριά νιώθει σαν ψάρι έξω από το νερό. Μοιάζει να χρειάζεται τον μπούσουλα για να προσανατολιστεί περισσότερο ως στεριανός παρά ως θαλασσινός. Όσο και αν σκέφτεται τις χαρές της στεριάς, και κυρίως την ιερή και εμβληματική μορφή της μάνας, ξέρει ότι εκείνος δεν μπορεί να βιώσει τα εγκόσμια με όλη του την καρδιά, γιατί μακριά από τη θάλασσα είναι μισός· είναι άχρωμος. Απόδειξη αυτού αποτελεί το γεγονός ότι ακόμα και όταν βρίσκεται μέσα στο καράβι ονειρεύεται βάρκες, κι ας είναι χάρτινες. Στοχάζεται, μελαγχολεί, απλώνει το χέρι, αναμετράται με τον εαυτό του φλερτάρει με την σκέψη (όχι την πράξη) της αυτοκτονίας, αποζητά την προσαρμογή όπως το φίδι και βουτά στη συνείδηση για να καταφέρει ν’ αντέξει τους (από)χωρισμούς
“Απάνωθέ μου σκούπισε τη θάλασσα που στάζω
και μάθε με να περπατώ πάνω στη γη σωστά.
(…)
Το ντύμα πάρε του φιδιού και δος μου ένα μαντίλι
(…)
Μια βάρκα θέλω, ποταμέ, να ρίξω από χαρτόνι,
Όπως αυτές που παίζουνε στις όχθες μαθητές.
Σκοτώνει, πες μου, ο χωρισμός; - Ματώνει, δε σκοτώνει.
Ποιος είπε φούντο; Ψέματα. Δε φτάσαμε ποτές.”[51]
Η γοητεία του έργου του Καββαδία συνοψίζεται σε περιστατικά αναδυόμενα από μια ναυτική μυθολογία· σε ποιήματα-φωτογραφίες ασυνήθιστων ανθρώπων - καθορισμένων από τη μοίρα, τη μοναξιά, το πάθος, την απελπισία και τη νοσταλγία. Αυτή η ψηλαφιστή αναπαράσταση ανθρώπων, που σκέφτονται ή ενεργούν όντας σε οριακές -συχνά ονειροφανταστικές- καταστασεις, αποπνέει έντονα το μπωντλαιρικό spleen. Η ναυτική καθημερινότητα, που επιβάλλει την αποπνικτική ζωή στην πλώρη, τρέπει τον ταλαντούχο Καββαδία σε ευφάνταστο κοσμουργό, που με τη γραφή του διαρρηγνύειτο συμβατικό ναυτικό διάκοσμο και υπαινίσσεται έναν καινούριο μεταξύ ονειροφαντασίας και πραγματικότητας.
Ενδεικτικά της διάχυτης μελαγχολικής διάθεσης είναι τα αθησαύριστα κείμενα του Καββαδία[52]. Η παραδοχή της μοναξιάς με τη φράση “Δε με συνδέει τίποτα με τον άνθρωπο δίπλα μου”[53], ενώ είναι περιτριγυρισμένος από δεκάδες ναύτες, καταδεικνύει την ερήμωση που νιώθει βαθιά μέσα του. Σε αυτό το σημείο ο Καββαδίας συνομιλεί με τον Μπωντλαίρ εκφράζοντας αισθήσεις όπως η κούραση, η νύστα αλλά και η πλήξη, που διατυπώνονται με τις υπερβολικές φράσεις “Νυστάζω θανάσιμα”[54] και το “βασανιστήριο” του ν’ αποκοιμιέται κανείς όρθιος[55].
Η μνήμη του ναυτικού είναι απέραντη[56] και γιγαντώνει την αίσθηση μοναξιάς του ποιητή, που ούτως ή άλλως ανεφοδιάζεται από το οπλοστάσιο της μνήμης. Ο ναυτικός μπορεί να βρει συντροφιά στην στεριά, όπως ο ποιητής στα εγκόσμια αλλά επιλέγει τη θάλασσα με ό, τι αυτή συνεπάγεται. Η μελαγχολία επιτείνεται από το βαρίδιο της ευθύνης, καθώς το λάθος ενός ναυτικού μπορεί να οδηγήσει στο ναυάγιο. Εδώ πρέπει να γίνει αναφορά σε ένα διαχωρισμό του Καββαδία: στους επαγγελματίες ναυτικούς και σε αυτούς που είναι μαγεμένοι από τη θάλασσα[57]. Ο Καββαδίας ανήκει στους δεύτερους και δε διστάζει να δηλώσει πως αγαπά σαν τρελός τη θάλασσα[58]. Παρόλα αυτά νιώθει έντονο το φορτίο της ευθύνης.
Η επισήμανση ότι η θλιβερότερη αναχώρηση είναι αυτή που γίνεται με το καράβι, η αναφορά στην “αρρώστια” της θάλασσας και η διαρκής επιστράτευση αναμνήσεων[59], τονίζουν την κυριολεκτική και ψυχολογική ανισορροπία ενός “ανθρώπου-τσόχα”[60], που, σχεδόν αναπόφευκτα, βρίσκει αντίβαρα σε έναν οπιούχο (και πάλι μπωντλαιρικό) κόσμο[61]. Δυσθυμία, λύπη, κλάμα, πένθος χωρίς δάκρυα, είναι τα αποτελέσματα της αποξένωσης από τον εαυτό, που συντελείται εξαιτίας της ματαίωσης όχι μόνο της εξερεύνησης τόπων αλλά και του ίδιου του εαυτού.
Επίλογος
Συμπεραίνοντας, ο Καββαδίας μέσα από τις τρεις ποιητικές συλλογές του φέρνει στο φως το ναυτικό κόσμο, που αποτελεί τη βασική θεματική της ποιητικής παραγωγής του, ιδωμένο μέσα από τα μάτια του καλλιτέχνη. Χάρη στο πηγαίο ταλέντο του αναδύεται ένας κόσμος ανθρωποκεντρικά πλασμένος - μα όχι επίπλαστος. Ο Καββαδίας όντας συνθεμένος από ανθρώπους, στοιχεία ξωτικά και εγκατεστημένα στην ψυχή θαλασσινά στοιχειά, αναδεικνύει τη ρευστότητα των καταστάσεων που βιώνει καθημερινά.
Είναι γεγονός ότι τα καθήκοντα του ναυτικού προσγειώνουν ανώμαλα τον ποιητή και κονιορτοποιούν την απρόσμενη ποιητική στιγμή. Συγκεκριμένα, ενώ το ταλέντο ορτσάρει, η τραχιά ζωή επιβάλλει το πόδισμα και ο Καββαδίας εκ των πραγμάτων νιώθει πρωταρχικά επαγγελματίας ασυρματιστής. Παράλληλα, η μνήμη, καθώς δεν μπορεί να αποφύγει υφάλους και ξέρες του παρελθόντος, θαλασσοδέρνεται περισσότερο από τον Πυθέα και αποτελεί βασική πηγή έμπνευσης.
Με αφορμή το ταξίδι άλλοτε αναζητά κάποιο καινούριο τόπο και κάποιες φορές μια κοιτίδα που να θυμίζει θαλπωρή νόστου αλλά δεν πετυχαίνει πάντα τον στόχο του. Ο ποιητής βουτά σε κύματα υπόγεια, που τον ξεβράζουν σε μια οπιούχα ψευδαισθησιακή ουτοπία, όπου το ονειρικό μπλέκεται με την παραίσθηση[62] ενώ άλλοτε καταλήγει στην αποθήκη της μνήμης. Συχνά, γράφει ως πρωταγωνιστής της ζωής του και άλλες φορές δημιουργεί ως κομπάρσος, τοποθετώντας στο επίκεντρο αλλοεθνείς ή περιθωριακούς (π.χ. πόρνες) συνανθρώπους του. Όμως, σχεδόν πάντα υιοθετεί ένα διαμεσολαβητικό ρόλο ανάμεσα στον αναγνώστη και το έργο ή στα πρόσωπα που παρελαύνουν και τον ίδιο αλλά και ανάμεσα σε στεριά και θάλασσα, εφόσον είναι ασυρματιστής.
Όσον αφορά τη γυναίκα, είναι πανταχού παρούσα στο έργο του: μάνα, νόμιμη σύζυγος, πληρωμένη πόρνη, ξεθωριασμένη, άυλη, αλλοτινή, αλλοεθνής, υπαρκτή ή φανταστική. Ενώ οι ναυτικοί χρησιμοποιούν τις γυναίκες των λιμανιών, για να χορτάσουν την ερωτική επιθυμία τους, ο Καββαδίας τις φιλτράρει μέσα από μια ουμανιστική οπτική, αντιμετωπίζοντάς τες πάντα ως μοναδικά όντα με ιδιαίτερη προσωπικότητα και όχι ως απλά κορμιά. Κάθε γυναίκα, οπτασία ή μη, χαράσσεται ανεξίτηλα στη μνήμη του και δε διαφέρει πολύ από τη δυική ψυχή του: πλαγκτή από τις ενοχές αλλά και καθαρή από την αυθεντικότητα.
Ό, τι αποτελεί η ποίηση για τον ποιητή είναι και η θάλασσα για το ναυτικό: μελάνι που στιγματίζει τη ζωή και τη γραφή, ασφάλεια, συναισθηματική έκφραση, ευθύνη και παυσίλυπο. Στην ποίηση του Καββαδία τα ανεπιτήδευτα παρόντα δίπολα κυριαρχούν και υπογραμμίζουν την περιθωριακή ζωή του ναυτικού που είναι και ποιητής. Σαν άλλος Οδυσσέας, ὃς μάλα πολλὰ πλάγχθη, καταθέτει στο χαρτί τις νοοτροπίες που γνώρισε χωρίς να έχει παιδευτικό σκοπό, ενώ συγχρόνως προσεγγίζει ανθρωποκεντρικά και εκθέτει τις εμπειρίες της ζωής του, στην προσπάθεια να ερμηνεύσει τον εξωτερικό και εσωτερικό του κόσμο.
Ο ποιητής φλερτάρει με την τρέλα και την αμαρτία σαν άλλος oceanbohemian[63]έχοντας τη θάλασσα ως όπιο και λάβδανο ενώ όντας γνήσιο παιδί του spleen, περιθωριοποιείται και απομακρύνεται από τη στεριά επιλέγοντας μια ζωή γεμάτη στερήσεις και μοναξιά. Πρόκειται για μια ξεχωριστή περίπτωση επαγγελματία ερασιτέχνη: η σχέση του με αμφότερες την ποίηση και τη θάλασσα είναι ζωτική και βιωματική - όχι συναλλακτική. Ο Νίκος Καββαδίας, υποκείμενος στο διπλό θυσιαστήριο της γραφής και της ποίησης, όσο σκλαβώνεται άλλο τόσο ελευθερώνεται. Παρά το αναμφισβήτητο ποιητικό του ταλέντο, δεν υποτάσσει τη γραφή του σε μορφικούς και λυρικούς κανόνες. Ορμώμενος από ενδότερα ένστικτα δε θέλει σε καμία περίπτωση ν’ αφαλατώσει τη θάλασσα από την αρμύρα της και μέσα από τους στίχους του μοιάζει να ψιθυρίζει “με συγχωρείτε, τί να κάνω, οι αισθήσεις με πάνε στις αισθήσεις”[64].
Γαλάτεια Βασιλειάδου, 2010
[1] Άγγελος Βογάσαρης, Νίκος Καββαδίας (Μαραμπού), Ο ποιητής των μακρινών θαλασσινών δρόμων, Αθήνα, εκδ. Σαμουράι, 1978, σ. 19
[2] Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, Ο Άλλος εν διωγμώ. Η εικόνα του Εβραίου στη λογοτεχνία. Ζητήματα Ιστορίας και μυθοπλασίας, Αθήνα, εκδ. Θεμέλιο, 1998, σ. 247
[3] Ό. π., σ. 164
[4] Ιωάννα Οικονόμου-Αγοραστού, Εισαγωγή στη Συγκριτική Στερεοτυπολογία των εθνικών χαρακτηριστικών στη λογοτεχνία, UniversityStudioPress, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 21
[5] Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, ό. π., σ. 254
[6] Νίκος Καββαδίας, “Οι εφτά νάνοι στο s/sCyrenia”, Τραβέρσο, Αθήνα, εκδ. Άγρα, 1990, σ. 20
[7] Γιώργος Τράπαλης, Γλωσσάρι στο έργο του Νίκου Καββαδία, Αθήνα, εκδ. Άγρα, 1992, σ. 45
[8] Νίκος Καββαδίας, “Μουσώνας”, Τραβέρσο, ό. π., σ. 11
[9] Γιώργος Τράπαλης, ό. π., σ. 102
[10] Νίκος Καββαδίας, “Οι εφτά νάνοι στο s/s Cyrenia”, ό. π., σ. 20
[11] Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, ό. π., σ. 255
[12] Νίκος Καββαδίας, “Μουσώνας”, ό. π.
[13] Νίκος Καββαδίας, “Οι εφτά νάνοι στο s/s Cyrenia”, ό. π.
[14] Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, ό. π., σ. 254
[15] Άγγελος Βογάσαρης, ό. π., σ. 19
[16] Νίκος Καββαδίας, “Μαραμπού”, Μαραμπού, Αθήνα, εκδ. Άγρα, 1990, σ. 9
[17] Ό. π.
[18] Ό. π., σ. 10
[19] Ό. π., σ. 12
[20] Ό. π., σ. 13
[21] Νίκος Καββαδίας, “Ένας δόκιμος στη γέφυρα εν ώρα κινδύνου”, Μαραμπού, Αθήνα, εκδ. Άγρα, 19909, σ. 14
[22] Ό. π., σ. 14-15
[23] Μαίρη Μικέ, Η Βάρδια του Νίκου Καββαδία, Εικονο-γραφήσεις και μεταμορφώσεις, Αθήνα, εκδ. Άγρα, 1994, σ. 40,
[24] Νίκος Καββαδίας, Βάρδια, Αθήνα, εκδ. Άγρα, 2008, σ. 156 – 157
[25] Ό. π., σ. 19
[26] Νίκος Καββαδίας, “Έχω μια πίπα”, Μαραμπού, Αθήνα, εκδ. Άγρα, 1990, σ. 24
[27] Άγγελος Βογάσαρης, Νίκος Καββαδίας (Μαραμπού), Ο ποιητής των μακρινών θαλασσινών δρόμων, Αθήνα, εκδ. Σαμουράι, 1978, σ. 33
[28] Νίκος Καββαδίας, “Έχω μια πίπα”, ό. π., σ. 24-25
[29] Νίκος Καββαδίας, “Ένας νέγρος θερμαστής από το Τζιμπουτί”, ό. π., σ. 28
[30] Νίκος Καββαδίας, “Καφάρ”, ό. π., σ. 48
[31] Νίκος Καββαδίας, “Γράμμα ενός αρρώστου”, ό. π., σ. 39-40
[32] Άγγελος Βογάσαρης, ό. π., σ. 34
[33] Νίκος Καββαδίας, “Οι γάτες των φορτηγών”, ό. π., σ. 16
[34] Νίκος Καββαδίας, “Η μαϊμού του ινδικού λιμανιού”, ό. π., σ. 26
[35] Ό. π.
[36] Ό. π., σ. 27
[37] Νίκος Καββαδίας, “Η πλώρη μας”, ό. π., σ. 44
[38] Νίκος Καββαδίας, “Οι γάτες των φορτηγών”, ό. π., σ. 17
[39] Παρούσα εργασία, σ. 7
[40] Νίκος Καββαδίας, “Καφάρ”, ό. π., σ. 47
[41] Η λέξη “αρτίστας” χρησιμοποιείται για καλλιτεχνικά επαγγέλματα χαμηλής ποιοτικής στάθμης
[42] Νίκος Καββαδίας, ό. π.
[43] Νίκος Καββαδίας, “Μουσώνας”, Τραβέρσο, Αθήνα, εκδ. Άγρα, 199018, σ. 11-12
[44] Ό. π., “Fresco”, σ. 14
[45] Ό. π., “Γυναίκα”, σ. 15
[46] Ό. π. σ. 15 - 16
[47] Στρατής Τσίρκας, Επτά κείμενα για το Νίκο Καββαδία, Αργυρίου Αλέξανδρος, Γιώργος Ιωάννου, Στρατής Τσίρκας, Χριστιανόπουλος Ντίνος, Φραντζή Άντεια (επιμέλεια),Αθήνα, εκδ. Πολύτυπο, 1982, σ. 35
[48] Guy Saunier, Ετούτο το κορμί το τόσο αμαρτωλό, Έρευνα στο μυθικό κόσμο του Νίκου Καββαδία, εκδ. Άγρα, Αθήνα, 2004, σ. 59
[49] Ντίνος Χριστιανόπουλος, Επτά κείμενα για το Νίκο Καββαδία, ό. π., σ. 77
[50] Αποστολόπουλος Ι. Θεόδωρος, Η ζωή του Κάρολου Μπωντλαίρ, Ιστορία μιας αγωνίας, εκδ. Κεφαλληνού, Αθήνα, 1978, σ. 134
[51] Νίκος Καββαδίας, Τραβέρσο, ό. π., “Yara – Yara”, σ. 17 - 18
[52] Guy M. Saunier, Το ημερολόγιο ενός τιμονιέρη: αθησαύριστα πεζογραφήματα και ποιήματα, Αθήνα, εκδ. Άγρα, 2006
[53] Ό. π., σ. 15
[54] Ό. π.
[55] Ό. π.
[56] Ο. π., σ. 64
[57] Ό. π., σ. 70
[58] Ό. π., σ 72
[59] Ό. π., σ. 70
[60] Ό. π., σ. 19
[61] Ό. π.
[62] Αλέξανδρος Αργυρίου, Επτά κείμενα για το Νίκο Καββαδία, ό. π., σ. 67
[63] Όπως χαρακτήρισε ο Jules Laforgue τον Tristan Corbiere στο βιβλίο Tristan Corbiere, The centenary Corbiere: poems and prose of Tristan Corbiere, Routledge, USA and Canada, 2003, p. xlvi.