Ο Ensō
Χάραμα· σκυφτός.
Δε βαδίζει -
εξαπλώνεται.
Η πλάτη ένα σακί.
Στις νηστικές
κενά σκορπίζει.
Η πνοή του συριστική·
ρίζωμα κρεμάμενο.
Μοιραία η χούφτα του
κι όλο νέμει.
Σπορέα τον καλούν
οι δίποδοι.
Μα δε γνωρίζουν.
(Μονάχα οι πλάνητες κατέχουν.
Μονόψυχες και λιμασμένες.)
Κοίταξε περαστικέ,
εκείνη τη μουγγή
με το βγαλμένο μάτι.
Καλιγγραφεί με την ουρά
μια κούφια τροχιά.
Κοίταξε διαβάτη,
διαγράφει στον αέρα
το όνομα του γητευτή
Μια άδεια μονοκοντυλιά
εφήμερα αιώνια.
Δειλινό· σκυφτός.
Δε μιλάει -
είναι.
Γαλάτεια Βασιλειάδου, 2017