Η ανορθόδοξη προσευχή ως διανοητικό πραξικόπημα

 

Η ανορθόδοξη προσευχή ως διανοητικό πραξικόπημα

Για τους αναγνώστες που έχουν περιδιαβεί στο λογοτεχνικό και δοκιμιακό σύμπαν του Θανάση Τριαρίδη, η συλλογή “Για τους άγνωστους σφαγμένους” δεν είναι ένα καινούριο έργο. Γνωρίζουν καλά την παλιά ανάγκη του συγγραφέα που τον ωθεί να γράφει εμμονικά εδώ και 33 χρόνια την ίδια ιστορία. Από τον μαγικό ρεαλισμό της Κουπέλας στο Τρυφερό μαχαίρι του Πέτρο Μπόλε και τις Ιστορίες Δακρύων και από εκεί στις Σημειώσεις για το τρεμάμενο σώμα, στα Παραμύθια, στα Θεατρικά, στις Πολιτικές αφηγήσεις αλλά και μέχρι την αντι-ποιητική αυτή συλλογή που παρουσιάζουμε σήμερα, ο Θ.Τ. δεν κάνει τίποτε άλλο από το να δημιουργεί ομόκεντρους κύκλους γύρω από έναν ενοχικό αυτοφαγικό ουμανισμό.

Συγκεκριμένα, η 1η ενότητα – και πιο εκτενής - του ποητικού έργου “Για τους άγνωστους σφαγμένους” συνιστά μια ηχηρή υπενθύμιση της τραγικής ανθρώπινης ιστορίας που λουπάρει το ίδιο σενάριο: η εκτροχιασμένη ανθρώπινη φύση αποκτηνώνεται και προβαίνει σε ανεκδιήγητες βαναυσότητες σε βάρος του είδους της. Από το πρώτο κιόλας ποίημα το ποιητικό υποκείμενο -χρησιμοποιώντας ένα απολογητικό“λογοδοτώ”- αυτοχρήζεται θύτης στη θέση των αδίστακτων (ανά τους αιώνες) μακελάρηδων. Μάλιστα, επιλέγοντας το στιβαρό α’ ενικό πρόσωπο, όχι μόνο αναλαμβάνει μια ευθύνη που δεν του αναλογεί αλλά και απαλλάσσει προσωρινά τον αναγνώστη από το άχθος της συμμετοχικότητας· ένα φορτίο που επιβάλλει στη συνέχεια της ποιητικής συλλογής κάνοντας συνειδητή εναλλαγή σε α’ πληθυντικό ρηματικό πρόσωπο.

Αυτό δε σημαίνει ότι η 1η ενότητα ποιημάτων πρέπει να ιδωθεί επιδερμικά σαν μια έμμεση υπόδειξη ηθικού περιεχομένου. Ευαισθητοποιεί, προβληματίζει, αφυπνίζει αλλά δεν αποτελεί διδαχή - ούτε καν παραίνεση. Πρόκειται για άλλη μια θερμή παράκληση του Τριαρίδη προς τους προνομιούχους, μια ικεσία προς τους ευνοημένους (αυτού συμπεριλαμβανομένου) για συνειδητοποίηση της ατέρμονης σφαγής και αποτίναξη του εφησυχασμού. Την παραπάνω θέση επιβεβαιώνουν οι διάσπαρτες δηκτικές αναφορές σε στρατιωτικά νεκροταφεία, αγάλματα δολοφόνων, δεσμοφύλακες θαλάμων αερίων, διαμελισμένα άκρα, λιωμένα κεφάλια μωρών, μουσεία θυμάτων ναζισμού, επαναπροωθήσεις κ.α. Ο ίδιος, ταγός αυτής της καθολικής ενοχοποίησης, με κάθε στίχο δεσμεύεται να εξιλεωθεί για τα ανθισμένα από νεκρούς πελάγη, καθώς όπως γράφει στο 4οποίημα της συλλογής (απαντώντας σε όσους διαμαρτύρονται για την πνιγηρή πολιτική ορθότητα που πρεσβεύει): “Εσείς μας πνίξατε για πάντα, με τους δολοφόνους προπαππούδες μας, και με τους δολοφόνους παππούδες και πατεράδες μας, και με τους δολοφόνους εαυτούς μας”.

Η πολιτική και βαθιά ανθρωπιστική σκέψη του επεκτείνεται και σε θέματα όπως ο λεκτικός εκφοβισμός, οι γυναικοκτονίες, η ομοφοβία, η εργασία ανηλίκων και άλλες απανθρωπιές που μαστίζουν τον Δυτικό κόσμο, θέλοντας να στηλιτεύσει τις συγκεκριμένες μορφές κοινωνικού ρατσισμού (ειδκότερα στα ποιήματα: “Σε έναν έφηβο”, “Να σκέφτεσαι εκείνα τα καράβια”, “Οι τρομεροί αιώνες”). Η σαδιστική αυτοαναφορικότητα στην πλειοφηψία των ποιημάτων καθιστά τον Θ.Τ. τιμωρό του εαυτού του στο αδιάκοπο κάτεργο της ενοχής που νιώθει, γιατί ακούσια –ως παρατηρητής- αποτελεί κομμάτι του βροτοσφαγείου που απεχθάνεται.  Κάθε ποίημα μοιάζει να είναι γραμμένο για τον πυρωμένο άνθρωπο στον καθρέφτη, που θέλει διακαώς να διαγουμίσει τον εφησυχασμό όλων, αλλά ο δυτικός του εξευγενισμός δεν τουεπιτρέπει να το κάνει με άλλον τρόπο παρά μόνο με τη γραφή. Κόντρα στη βιαιότητα που καταγγέλλει- και με μοναδικό όπλο τις λέξεις-καταφεύγει σε μια ανορθόδοξη ικετευτική προσευχή, για να επικοινωνήσει την απόγνωσή του για τη φυσική και ηθική εξόντωση των δολοφονημένων, των ιστορικά ή κοινωνικά παραγκωνισμένων.

Όποιος έχει μια σχετική εποπτεία του συνολικού έργου του Θ.Τ., διαπιστώνει πως και οι Σφαγμένοι- όπως και σχεδόν κάθε έργο του συγγραφέα – είναι μια συνειδητή μορφή αυτοβασανισμού για να εκτονώσει την τεράστια ενοχή που του προκαλεί η αναπόφευκτη σύνδεσή του με το απάνθρωπο κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον. Σαν άλλος Μαστιγούμενος της Περούτζια του 13ου αιώνα, χτυπά τον εαυτό του με κάθε γραπτό, στην προσπάθεια του να ζητήσει συγχωρέση – φυσικά όχι από κάποιον Θεό – αλλά από τους άγνωστους πεινασμένους, τους ανώνυμους βασανισμένους, ακόμή και από τα αγέννητα παιδιά που θα δολοφονηθούν κάποτε, όταν αυτός πια δε θα ζει. Η γραφή του εν γένει είναι μια δέηση προς όλους να αποτινάξουν τα ρυπαρά στοιχεία του ομηρικού κόσμου – του δυτικού κόσμου!- από μέσα και γύρω τους· να εξορίσουν το α’ συνθετικό “λαθρο-” από το λεξιλόγιο και βασικά από το μυαλό τους – γιατί ο ίδιος πιστεύει πως κανένας κατατρεγμένος, κανένας “άλλος εν διωγμώ” δεν είναι λαθραίος.

Κάθε συγγραφική απόπειρα του Τριαρίδη – όποια φόρμα και αν επιλέξει – τα διηγήματα αισθητισμού (Ιστορίες Δακρύων), την αντι-λυρική ποίηση(Σφαγμένοι) ή την μεταμοντέρνα γραφή(ΧλωράΔιαμάντια) – ενσαρκώνει έναν άνθρωπο που ενώ έχει διασχιστική διαταραχή ταυτότητας και εναλλάσει προσωπικότητες (λογοτεχνικά είδη) όχι μόνο δεν ζει με αλλεπάλληλα κενά μνήμης αλλά έχει εμμονή με τη μνήμη, με τον ίδιο τρόπο που ο Αναγνωστάκης γράφει ότι Κανένας πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ ή ο Πρίμο Λέβι στοιχειώνεται από το “ξενικό παράγγελμα: εγέρθητι”.Συγκεκριμένα, στις 2 μικρότερες  ενότητες ποιημάτων της συλλογής, ο Θ.Τ. δε βρίσκει πιο λειτουργικό και πολιτισμένο τρόπο να διαχειριστεί τον συναισθηματικό πόνο της απώλειας (διωγμένων και δικών)παρά κάνοντας μνημόσυνα. Τα ποιήματα είναι ιερές μνημόσυνες ακολουθίες τόσο για την ανάπαυση των χαμένων όσο και για την ψυχική ανάπαυση του ιδίου. Συχνά θυμίζουν λόγια επιζόντα που μαρυρά όσα βάσανα υπέμειναν όσοι δεν άντεξαν.

Για άλλη μια φορά ο Θ.Τ. απεκδύεται τον ρόλο του άμοιρου φύλακα που τυραννιέται στο παρατηρητήριο των Ατρειδών, γίνεται ο χαρακτήρας του και μιλάει ανοιχτά· δεν επιτρέπει στο μεγάλο βόδι της βολής να του πατήσει τη γλώσσα και παρρησιάζεται επανειλημμένως – πιο αλληγορικά με τα έργα του ως το 2010, πιο δηλωτικά από ποτέ την τελευταία δεκαετία αλλά και στην παρούσα ποιητική συλλογή. Αυτοπυρπολείται για να γίνει λαμπάδα και να φωτίσει την Ιστορία που κατά τον ποιητή είναι ένα “αδιάκοπο γαϊτανάκι σφαγών”. Στους Σφαγμένους αλλά και στην πλειοψηφία των γραπτών του εξομολογείται βιώματα και συναισθήματα για κυνηγημένους αγνώστους και λατρεμένους οικείους που απεβίωσαν, ωθούμενος από την ανάγκη να δημοσιοποιήσει / αποθησαυρίσει / απο-ιδιωτικοποιήσει  τα κρυμμένα· ανάγκη που εκφράζει η Hanna Arendt στην “Ανθρώπινη κατάσταση” και προεκτείνει η κα Αμπατζοπούλου στο βιβλίο της “Η γραφή και η βάσανος”.Ο ίδιος,χωρίς να έχει υποστεί φυλετικό ή πολιτικό διωγμό, νιώθει ότι έχει χρέος να επιστρέφει σαν τύψη,για να υπενθυμίζει στον εαυτό του και στους άλλους – σε όλους μας – τις θηριωδίες που έχει υποστεί και ακόμη υφίσταται η μοναδική φυλή που ξεχωρίζει και υπερασπίζεται: η φυλή των ανθρώπων.

Βασιλειάδου Γαλάτεια, Δεκέμβρης 2022