De atra bile
Δε ζητά πολλά˙
ένα ποτήρι νερό από την πηγή της
κάθε δειλινό
πίνει πάντα το μισό
κι έπειτα φεύγει.
Μόνη.
Αγκαλιάζει το γυαλί.
Γλείφει το στόμιο -την κρύα τρύπα.
Η ύπαρξή της τιποτένιο μηδενικό
κι αυτός ξεμακραίνει.
Μεσάνυχτα.
Ο λυγμός της σκυφτός
θεριστής μανιακός,
γδέρνει τα σπλάχνα και
προστάζει.
Υπακούει.
Πίνει το οξύ της βαλπροϊκό
στην υγειά του,
μπαγιάτικο σπέρμα ασκητή
στο λαιμό της.
Τέλος,τοποθετεί ευλαβικά
το κουτάλι μέσα στο ποτήρι του.
Κι αυτή είναι μια πράξη ερωτική.
Γαλάτεια Βασιλειάδου, 2016