logotype

Όροι αντιστροφής των ευαγγελικών αφηγήσεων στο μυθιστόρημα "Ο άνεμος σφυρίζει στην Κουπέλα" του Θανάση Τριαρίδη. (2)

Pin It

antiagelma

Απολείπειν ο Θεός

   Όσον αφορά το Θεό, ο δραματοποιημένος αφηγητής της Κουπέλας αμφισβητεί την ύπαρξη μιας ανώτερης δύναμης, που ρυθμίζει την επίγεια ζωή και αρνείται την υποψία της μεταθανάτιας. Παρενθετικά αλλά τελείως καίρια αναρωτιέται πού να πήγε άραγε αυτός που τα υποκινούσε όλα τούτα[1]· δηλαδή, όλα όσα μεσολαβούν κατά την αναπόφευκτη διαδοχή της ζωή από το θάνατο. Πού να φώλιασε και πού να χαίρεται την ηδονή του[2], συνεχίζει, υπονοώντας πως είτε δεν υπάρχει είτε πρόκειται για έναν επινοημένο χαιρέκακο ρυθμιστή της ζωής των θνητών. Παράλληλα, ο αφηγητής διατυπώνει την πεποίθηση ότι η δοσμένη ζωή τελειώνει τη στιγμή που το σώμα καταλήγει στο χώμα. Μάλιστα, κάνοντας μια αναδρομή στο παρελθόν, θυμάται την τελευταία φράση του Ταρνανά[3] και αποκλείει το ενδεχόμενο ουράνιας βασιλείας και Παραδείσου - άρα και Θεού.

   Σε κάποια σημεία του βιβλίου προβάλλεται η έννοια της τιμωρίας, όπως έχει καθιερωθεί να συνδέεται με το Θεό από τους Χριστιανούς. Όταν ο διευθυντής του σχολείου ερευνά την ανάμειξη των μαθητών στο θάνατο της Δομένικας, επικαλείται ένα Θεό-τιμωρό· θυμίζει αυτόν που ρίχνει φωτιά και θειάφι για να κάψει τους αμαρτωλούς των Σοδόμων - μια οπτική που καθόλου δεν συνάδει με την ομοφυλοφιλική ερωτική ζωή της Δομένικας, που προκρίνει τη φιληδονία διατηρώντας ερωτική σχέση με την Τζίλντα:

 

ο Κερατένιος άρχισε να μας μιλά θυμωμένος, «αλίμονό σας αν λέτε ψέματα, φωτιά θα ρίξει ο Θεός και θα σας κάψει», τέτοια έλεγε, και ο Ζήσης κοίταζε φοβισμένος το ταβάνι της τάξης[4]

 

Όμως σε άλλο σημείο, ο ενδοδιηγητικός αφηγητής ανακατασκευάζει τους παγιωμένους ρόλους· παρουσιάζει τους μαθητές ως εκδικητές -αντί Θεού, που διατίθενται να αυτοδικήσουν και να τιμωρήσουν όποιον συκοφαντεί[5] την αγαπημένη τους δασκάλα:

 

Κι αν είχαμε το χρόνο να ψάξουμε ποιοι ήταν εκείνοι που τα 'λεγαν αυτά, το ίδιο κιόλας βράδυ θα τους κατεβάζαμε τα παράθυρα με τις σφεντόνες, για να μάθουν να μιλούν έτσι για κείνη...[6]

 

   Η μέρα της ταφής της Δομένικας βρίσκει τους μαθητές γεμάτους ενοχές - παρενέργειες ενός Θεού - Ερινύα που ρούφηξαν μαζί με το γάλα από το μαστό της μητέρας τους. Ο Θεός στην Κουπέλα εμφανίζεται να μην έχει φιλότιμο: περιβάλλει και θρέφει τον χριστιανό σαν δεύτερη και αιώνια μήτρα, που στην πορεία γίνεται βαριά και δυσανάλογη μίτρα τύψεων σε αθώο κεφάλι. Μίτρα, που καθιερώθηκε για να παραβάλει το ακάνθινο στεφάνι του Χριστού και κατέληξε να συνιστά εμβληματικό σύμβολο κατοχής και εξουσίας. Στο μυθιστόρημα, η θεϊκή εξουσία που επιβάλλεται με τη μορφή τύψεων συνδέεται με την αφιλοτιμία:

 

α, τι αφιλότιμος που ήταν στ' αλήθεια τούτος ο Θεός· μόλις μπήκαμε στο σπίτι του, μας γέμισε τύψεις, κι έτσι, χωρίς να καταλάβουμε το γιατί, πέσαμε στα γόνατα σε μια βουβή ικεσία συγγνώμης. Σ' αυτή τη στάση μάς βρήκε ο παπα-Λεπ Ταιρ κι έβαλε τις φωνές, «βρε χοχόλοι, σηκωθείτε που να σας πάρει ο διάολος, φέραν απ' του Θανατά το φέρετρο κι έχουμε μόλις ένα τέταρτο...»[7]

 

   Κατά τη διάρκεια της νεκρώσιμης ακολουθίας κανένας από τους δεκατέσσερις μαθητές δεν μπαίνει στην εκκλησία. Στο μεταξύ ο  διευθυντής Κερατένιος εξακολουθεί να παρουσιάζει το Θεό ως κριτή που  θα κρίνει τη Δομένικα για τις πράξεις της· τα παιδιά αντιδρούν:

 

Ο Μανόλης κούνησε το κεφάλι του λέγοντας «ευτυχώς που δεν ορκιζόμαστε στο Θεό παρά σε όσους κοκκίνισαν κάποτε τα μάγουλά τους». Και ακούγοντας αυτά τα λόγια του Μανόλη, ο Μεγάλος Πρόδρομος είπε χαμηλόφωνα, σχεδόν μέσα απ' τα δόντια του, «χα, να ορκιζόμασταν στο Θεό, αυτό μας έλειπε...»[8]

 Οι μαθητές αμφισβητούν την πίστη στο Θεό και με το δικό τους τρόπο αρνούνται την προσήλωση σε μία ανώτατη ύπαρξη που παρουσιάζεται ως δικαστής. Από τη συνύπαρξή τους με τη Δομένικα έχουν μάθει να ορκίζονται σε όσων τα μάγουλά κοκκινίζουν από την γκάβλα κι όχι σε έναν Θεό που διδάχτηκαν πως αξιολογεί τις ανθρώπινες πράξεις σε κολάσιμες ή μη. Παρόμοια σκέφτεται και ο παπά Λεπ-Ταιρ, που μόνο τυπικά είναι εκπρόσωπος του Θεού, καθώς ουσιαστικά είναι κι αυτός μυημένος στο σφύριγμα του ανέμου[9].

   Η Δομένικα προσφέρει στους μαθητές μια στιγμή κατάματης αναμέτρησης με την αλήθεια[10], όταν της ζητούν να ζωγραφίσει στο σχολικό πίνακα τον Θεό, δηλαδή κάτι που ξεπερνά την εμπειρική γνώση της. Η στάση της δασκάλας ακυρώνει την ύπαρξη ενός υπεραισθητού Πατέρα, ισοπεδώνει την ενσταλαγμένη πίστη των παιδιών σε αυτόν και πυροδοτεί θλίψη, απασφάλιση, απορία και ανήσυχα σχόλια[11].

   Η Δομένικα απαντά στην διακαή και εναγώνια απορία των παιδιών (αν υπάρχει Θεός) προσεγγίζοντας το αιώνιο ερώτημα ανορθολογικά: κάνει μια βόλτα στις μαργαρίτες, για να εξηγήσει στα παιδιά πως οι άνθρωποι σε αντίθεση με τις μαργαρίτες

 

θυμούνται και καταλαβαίνουν, γι' αυτό ζουν το χαμό τους κάθε μέρα, αγαπούνε σε εκατόμβες πλημμυρισμένες στο αίμα, νοσταλγούν με σιδερένια δόντια στην καρδιά, κατανοούν το φόβο διά του φόβου, τετραγωνίζουν το θάνατο διά του θανάτου, κι όλα καταλήγουν στη μαύρη χοάνη, εκεί που σε κυκλώνει ένας εφιάλτης δίχως διέξοδο. (…) Αυτό νομίζω πως είναι ο Θεός, ένας κοινός εφιάλτης με όποιον βρέθηκε απέναντί σου, δίχως λογική κι ερμηνείες. Τι να σας ζωγραφίσω λοιπόν από αυτόν που σχηματίζεται με τη δική σας ανάσα;[12]

 

Επομένως, ο αφηγητής ορίζει το Θεό ως ένα παράλογο κοινό εφιάλτη, που δεν ερμηνεύεται, γιατί αποτελεί μοναδικό κούφιο δημιούργημα κάθε ανθρώπου ξεχωριστά. Θεωρεί, λοιπόν, πως οποιαδήποτε απόπειρα εγκλωβισμού μιας ατομικής εξωπραγματικής αίσθησης σε μια συλλογική και ορθολογικά σχηματισμένη αλήθεια, δεν είναι παρά μια αισχρή, ύπουλη, ανειλικρινής και σκόπιμη παρενέργεια· μια στηλιτεύσιμη ανεπιθύμητη επίδραση της επιβλαβούς αδηφαγίας ενός εκ γενετής βουλιμικού ανθρώπου που έχει μυρίσει το αίμα του[13]:

 

Μου μίλησαν και θα σας μιλήσουν για το Θεό που εύκολα ζωγραφίζεται μ' ένα σταυρό, μ' ένα μαστίγιο, μ' ένα μαχαίρι, για ένα Θεό που δίνει και παίρνει πίσω ό, τι έδωσε, για ένα Θεό που κρίνει και πληρώνει και θανατώνει και σημαδεύει, για το Θεό που συντρίβει τους πονηρούς όφεις, που προσφέρει το έλεος με ζυγαριά. Μην τους πιστέψετε· αν σας μιλήσουν για τούτο το Θεό, θα σας λένε ψέματα, θα σας μιλούν τα εντόσθια του στομαχιού τους κι όχι η γλώσσα τους. Γιατί ο Θεός της τελικής κρίσης είναι ένα ποτήρι με φαρμάκι... Γι' αυτό σας λέω, μην ξεραίνετε την ψυχή σας με το όνομά του·[14]

 

   Σε άλλο σημείο του έργου αμφισβητείται η ύπαρξη του Παραδείσου και της αιώνιας ζωής, έτσι όπως αυτή περιγράφεται στα νεκρώσιμα τρισάγια:

 

Τότε ο Ζήσης σηκώθηκε και πάλι όρθιος, «...κι ο χλοερός τόπος, κυρία;» ρώτησε κι ήτανε έτοιμος να κλάψει· η δασκάλα μας φάνηκε να παραξενεύεται λίγο απ' την ερώτησή του, έπειτα χαμογέλασε, «άκουσα κάποτε κι εγώ για κάποιο καταπράσινο λιβάδι, μα ποτέ μου δεν το είδα...» είπε κι ύστερα από μια μικρή σιωπή συνέχισε «αν κανένας από σας το δει, ας έρθει να μου πει αν φυτρώνουν βιολέτες...» [15]

 

Κατά τη διάρκεια του σχολικού μαθήματος, με αφορμή μια ιστορία για τον αποχαιρετισμό, η Δομένικα κάθε άλλο παρά ευαγγελίζεται τη μεταθανάτια ζωή. Για άλλη μια φορά τραβά το χαλί κάτω από τα πόδια των μαθητών, διαβεβαιώνοντας με πικρία και ελαφριά ειρωνεία πως όπως για το Θεό έτσι και για τον Παράδεισο, πολλά διδάχτηκε αλλά τίποτα δεν είδε.

   Μάλιστα, γνωρίζοντας πως πάντοτε η επιβίωση είναι πρόσκαιρη[16] αμβλύνει την αγωνία των μαθητών διατυπώνοντας με μελαγχολία το διφορούμενο σχόλιο πως όταν φεύγεις σημαίνει πως κάποιος σε περιμένει[17], χωρίς να διευκρινίζει αν αυτός ο κάποιος εκπροσωπεί δυνάμεις του καλού ή του κακού. Η αποδιδαχή της Δομένικας συμπληρώνεται όταν -με το παιχνίδι της τυφλόμυγας- αποδεικνύει στα παιδιά ότι ο καθένας ξέρει τον τρόπο αν το πιστεύει[18]. Υπονοώντας πως ο καθένας μπορεί να βρει το δρόμο προς την πίστη, ακόμα κι αν μια μαύρη κορδέλα γύρω από τα μάτια τον βυθίζει στο σκοτάδι, σχολιάζει τον δογματισμό, που χαρακτηρίζει την τυφλή πίστη των θρησκευόμενων και θρησκόληπτων.

   Στην Κουπέλα ο Θεός των θνητών εμφανίζεται σαν εργαλείο κατάλληλο για ευρεία χρήση, καθώς εξυπηρετεί σκοπιμότητες, με βασικότερη την ανάγκη που έχουν οι άνθρωποι να πιστεύουν σε μια υπερδύναμη, για να εξομολογούνται με το φως της μέρας τα μικρά εγκλήματα που διαπράττουν τη νύχτα. Η Μπαρμπακούλα εκφράζει με δυσμένεια τα κίνητρα που οδηγούν τους πιστούς στην κατά το συμφέρον μεταχείριση του Θεού[19] και διασαφηνίζει πως η ίδια έχει κατανοήσει την ωφελιμιστική σχέση ανθρώπων-Θεού αλλά επιλέγει να ακολουθεί τη βούλησή της χωρίς να λογοδοτεί ή να έχει ανάγκη από κάποιον, που ενοχοποιεί την συνείδησή της μόνο και μόνο για να έχει μετά τη δικαιοδοσία να την εξαγνίσει[20].

   Η σχέση εξάρτησης των ανθρώπων από τον Κύριο γίνεται έκδηλη ένα δειλινό που ο αφηγητής ξεσπάει και σπαρταρώντας σύσσωμος εκφράζει ελεύθερα όλο το μέγεθος της ανάγκης του προς τη δασκάλα, θεωρώντας την κάτοχο της αλήθειας.

 

 «κυρία, σε χρειάζομαι...»· εκείνη με κοίταξε για δυο λεπτά, τα μάτια της έμοιαζαν με ψεύτικα μες στις βαθουλωμένες κόχες τους. «Κι εγώ χρειάζομαι να με χρειάζεσαι...» μου είπε κάποτε με τρεμάμενη φωνή και σηκώθηκε, με πήρε απ' το χέρι και τραβήξαμε το δρόμο για τις μαργαρίτες.[21]

 

Αλλά κι εκείνη παραδέχεται ότι έχει επίγνωση του κληρωμένου ρόλου της και ευθυγραμμίζεται πλήρως με αυτόν, ακόμη κι αν τροφοδοτείται από την αλληλεξάρτηση. Σε αυτό το σημείο ο Τριαρίδης παρουσιάζει την βαθιά ανάγκη των ανθρώπων για σταδιακή υποταγή σε δόγματα πίστης, που δεν μπορούν και δε θέλουν να ερευνήσουν:

 

ένιωσα τότε πως δεν το 'θελα πια να κατέχω απαντήσεις, όπως δεν το 'θελε και εκείνη· αξία έχει να αγαπάς με κλειστά τα μάτια, αξία έχει να θέλεις χωρίς να καταλαβαίνεις, χωρίς να προσμετράς την αξία, να επιστρέφεις χωρίς να χρωστάς, να παίζεις με το μαύρο ως το τέλος κι ας χάσεις.[22]

 

   Στο βαθιά χριστολογικό κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο ο Χριστός παρουσιάζεται ως λαμπερός θεάνθρωπος ανάμεσα σε ανθρώπους που αγάπησαν περισσότερο το σκοτάδι παρά το φως, γιατί οι πράξεις τους ήταν σατανικές[23]. Έχει ταυτιστεί με το φως ακριβώς γιατί η ζωή, τα θαύματα και το κήρυγμά του -ως φερέφωνο του Θεού- τον κατέστησαν συνώνυμο της αλήθειας. Αυτό το διάφανο προφίλ διατηρεί μέχρι την τελευταία στιγμή της επίγειας ζωής του, αναγγέλλοντας και προσδοκώντας την αιώνια, στην οποία πίστευε. Η Δομένικα βρίσκεται στην απέναντι όχθη.

   Η αγαπημένη δασκάλα, όταν περνά τις τελευταίες στιγμές με τους μαθητές της, ακροβατεί μεταξύ αλήθειας και ψέματος, για να κάνει πιο υποφερτό τον πόνο των παιδιών. Συγκεκριμένα κάνει άρση όλων των κοινών -εξωπραγματικών και μη- στιγμών που έζησαν οι μαθητές δίπλα της, ώστε να την καταβαραθρώσουν και να κλονιστεί η πίστη που έτρεφαν προς το πρόσωπό της. Στα πλαίσια μιας ψευδούς εξομολόγησης, ανασκευάζει ζωές και αμφισβητεί μνήμες και βιωμένες εμπειρίες χαρακτηρίζοντάς τες ονειροφαντασία.

 

«...όλα ήταν ψέματα...». Εμείς βέβαια τιναχτήκαμε τρομαγμένοι και την κοιτάξαμε με γουρλωμένα μάτια. Πέρασε ένα λεπτό μέσα σε μια ηλεκτρισμένη σιωπή. «Όλα, σας λέω, ήταν ψέματα...» επανέλαβε κάποτε η δασκάλα μας με φωνή πιο γλυκιά αυτή τη φορά, «το έκανα για να σας προσφέρω την ομορφιά... λένε πως ομορφιά είναι ο ζαχαρωμένος εφιάλτης που σου χαρίζει αυτός που στέκεται απέναντί σου... δεν μπορείτε να έχετε παράπονο, σας χάρισα τόσο καιρό έναν εφιάλτη ζαχαρωμένο ως εκεί που δεν πάει... όμως ήρθε ο καιρός για την αλήθεια...» (…) «όλα ήταν μια οφθαλμαπάτη, ένα όνειρο...» μας είπε, «είδατε αυτά που θέλατε να δείτε...» πρόσθεσε κι έπειτα σώπασε χαμογελώντας αινιγματικά.[24]

 

   Στο σημείο αυτό δομούνται τα αντιχριστιανικά πλαίσια που είναι κατάλληλα να εγκολπώσουν τη ροπή της Δομένικας προς το χαμό - μια τάση που ριζώνει μέσα της από τη στιγμή της σύλληψής της. Ουσιαστικά, σε όλη την πορεία της δασκάλας προς τη σταύρωση -πέρα από τους μαθητές- είναι το σκοτάδι του θανάτου που τη συντροφεύει· ξεκινά από τα φαρμακωμένα[25] της χείλη και φτάνει ως τη χώρα των ίσκιων[26], απ’ όπου η δασκάλα προέρχεται και θα επιστρέψει. Μάλιστα, πριν τον οριστικό χαμό ακυρώνει το ιερότερο σύμβολο του χριστιανισμού - το σταυρό, που σχηματίζει με τα δάχτυλά της μόνο και μόνο για να τον δαγκώσει:

 

(…) έλυσε την κόκκινη κορδέλα απ' το λαιμό της και την άφησε να πέσει κάτω, κι αμέσως μετά σχημάτισε με τους δύο δείκτες της το σχήμα του σταυρού και τους έφερε στο στόμα της και τους δάγκωσε στο σημείο ακριβώς που κόβουν ο ένας τον άλλον. Η δασκάλα μας ήτανε πια έτοιμη για όλα.[27]

 

   Η Δομένικα έχοντας τη βεβαιότητα πως κανένας δεν μπορεί να κερδίσει την άνοιξη, γιατί ένας τέτοιος αγώνας είναι πάντοτε χαμένος[28] συμπυκνώνει το αντιχριστιανικό μήνυμα σε όλο του το εύρος, μεταδίδοντας στους μαθητές ένα κάθε άλλο παρά ζωοφόρο μήνυμα. Αυτό ενισχύεται από την κατάκτηση μιας κυνικής επίγνωσης, που μοιράζεται με τους μαθητές, που έμαθαν να μη νοιάζονται για την αιωνιότητα[29]:

 

Όσο για την αιωνιότητα, αυτήν βγάλτε την απ' το μυαλό σας και μην προσπαθείτε να την κατακτήσετε· η αιωνιότητα ανήκει μόνο στο θάνατο κι είναι γεμάτη με στάχτες χαμένων αγώνων, παράφορων ερώτων, παράλογων ανοίξεων και ακραίας αγάπης, η αιωνιότητα είναι γεμάτη με στάχτες και φόβο· για να την κυνηγήσεις, πρέπει να είσαι πλασμένος από αυτά τα δυο κι όχι από ψυχή και σάρκα...».[30]

 

   Ο αντίχριστος στην Κουπέλα δεν ευαγγελίζεται κάποιο ελπιδοφόρο μήνυμα· αντίθετα, εμφανίζεται με χωνεμένη την πεποίθηση πως ο θάνατος επανέρχεται κάθε βράδυ στο πρόσωπο ενός γιου που κάθε νύχτα σφάζει τη μάνα του την ώρα του ύπνου[31]. Όχι αδικαιολόγητα· η Δομένικα εξομολογείται αινιγματικά την πνιγηρή και προδιαγεγραμμένη ζωή που της ορίστηκε:

 

 «Για φαντάσου η ζωή σου να είναι το αντίστροφο της ζωής των άλλων... η σύλληψή σου να 'γινε σύμφωνα με σχέδια παράφορου μίσους· να γεννηθείς μέσα απ' το θάνατο και για να ζήσεις να πρέπει να πεθαίνουν οι άλλοι... να έχεις μετρημένο τον πόθο, το φόβο και την ελπίδα... να ζεις τα ηλιοβασιλέματα σε έναν κλειστό ουράνιο θόλο...»[32]

 

   Επικουρικά στα παραπάνω -και για να κατανοηθεί σαφέστερα ο τριαριδικός- κόσμος, είναι ωφέλιμο να χτιστεί μια διακειμενική γέφυρα με το όγδοο βιβλίο των μελένιων λεμονιών. Το βιβλίο με τίτλο Το Πιστεύω έτσι όπως το είπαμε ένα δειλινό στο Μικρό Ρέμα, όχι μόνο υποστηρίζει το οικοδόμημα της Κουπέλας αλλά αποτελεί λειτουργικό συμπλήρωμα, για να αποκρυπτογραφηθεί το αντιευαγγελικό μήνυμα του συγγραφέα, που διατείνεται ότι κάθε ευαγγέλιο κάποτε ξε-ευαγγελίζεται[33].

 

          Πιστεύω σ' ένα κόκκινο μουνί που έξαλλο γαμιέται,

         που μουσκεμένο σφαδάζει από την γκάβλα,

         που κάνει τον κόσμο να τρέμει με το τρομερό του πύ-

ρωμα -

         κι είναι ο καθένας πάντοτε μόνος του

         σε τούτη την πίστη.

 

         Και σ' έναν πούτσο τουμπανιασμένο,

         που χώνεται μέσα του αχαλίνωτος,

         γεμάτος με όλο το αίμα των αιώνων,

         αίμα χοχλακιστό από αίμα χοχλακιστό -

         από αυτό που ξεκινούν όλα.

 

         Και σε δυο βυζιά με ολόσκληρες ρώγες

         που μπορούν να γυρίσουν ανάποδα τη θάλασσα.

         Και σε δυο αρχίδια που γεννούνε

         τη γλύκα και το θάνατο μαζί.

 

         Και σε δυο στόματα που δαγκώνουν τη σάρκα

         και τη ματώνουν από λαχτάρα.

         Και σε μια σάρκα που κομματιάζεται

         από τους αγέρηδες και τα πουλιά.

 

         Και στα χύσια που πετιούνται πέρα από τη θλίψη,

         πέρα από το χρόνο και το φόβο,

         πέρα από τη μοναξιά,

         πέρα από τη μεγάλη σύντηξη του κόσμου.

 

         Και στην πεθυμιά που οδήγησε

         τα αγόρια με τα πρησμένα πόδια,

         τα κορίτσια με τη στάχτη στα μάτια,

         τους άπιστους κουρελήδες,

         τους αρσενικοθήλυκους με τη διαμαντένια γλώσσα,

         τα προϊστορικά τέρατα της αγάπης.

 

         Και στο ρίγος των σωμάτων,

         όταν ενώνονται κι όταν σμίγουνε κι όταν αγκαλιάζονται

         κι όταν αγγίζονται με την άκρη των δακτύλων,

         με την άκρη των χειλιών,

         με την άκρη των βλεφάρων -

         ω ναι, σ' αυτήν την εκκλησία που λέγεται έξαψη,

 στα ψωλοχύματα και στα μουνοϋγρά στα πρόσωπα

των ανθρώπων.

 

         Και μήτε ανάσταση προσδοκώ, μήτε ζωή του μέλλο-

ντος αιώνος,

         μόνο να κοκκινίζουν από γκάβλα

         τα μάγουλα των ζωντανών και τα μάγουλα των χα-

μένων -

         να κοκκινίζουν από γκάβλα τα μάγουλά μας[34].

    Αυτό είναι το Σύμβολο της Πίστεως του συγγραφέα. Η τελευταία στροφή συγκεντρώνει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την προσέγγιση του θανάτου της Δομένικας, γιατί συνοψίζει τις βασικές πεποιθήσεις της για τη ζωή και το θάνατο. Η αγαπημένη δασκάλα δεν προσδοκά ανάσταση ούτε αιώνια ζωή στο βασίλειο των ουρανών· είναι μυημένη στην ηδονή του χαμού και ο μοναδικός σκοπός στον οποίον υποτάσσεται είναι η ερωτική διέγερση, που όταν προκαλείται εξομοιώνει νεκρούς με ζωντανούς, σε μια Δευτέρα Παρουσία δια της γκάβλας[35].

   Τα μελένια λεμόνια, αν και χρονικά έπονται της Κουπέλας κατά εφτά χρόνια, απηχούν τις απόψεις του μυθιστορήματος όμως μέσα από ένα σύγχρονο και πολυσύνθετο μορφολογικά είδος. Δεν είναι τυχαίο πως στο εικοστό κεφάλαιο ο συγγραφέας χαρακτηρίζει το βιβλίο ως ανάποδη αποκάλυψη[36], όχι μόνο επειδή ανατρέπει τις αφηγήσεις της Αγίας Γραφής αλλά και γιατί έχει ως βασική κατάληξη την οργιαστική γκάβλα, που οδηγεί νομοτελειακά στον ηδονικό θάνατο[37], όπως ακριβώς συμβαίνει και στην Κουπέλα.

 

 

κόσμος λος ν τ πονηρ κεται

    Στην Κουπέλα ο Διάβολος εμφανίζεται πολλές φορές διάσπαρτα μέσα στο κείμενο, είτε καλυμμένος πίσω από τη σατανική Μπαρμπακούλα που μεθοδεύει να τον ενσαρκώσει είτε με έμμεσο τρόπο - για να χαρακτηρίσει τη φύση της Δομένικας και το βαθύτερο δαιμονικό ποιόν των θαυμαστών πράξεων της. Όμως σε δύο κεφάλαια (62ο και 63ο), ο Διάβολος πρωταγωνιστεί με σάρκα και οστά, καθώς παρουσιάζεται ως ο άγνωστος[38] που επισκέπτεται στον ύπνο και στον ξύπνιο τη δασκάλα για όλη τη ζωής της. Σε όλες τις επισκέψεις του κρύβει τα σύμβολα του κακού με μάλλινο ναυτικό σκούφο, εκτός από την τελευταία[39], που δείχνει τα κέρατά του[40].

   Στο μυθιστόρημα ο Διάβολος εμφανίζεται ηττημένος[41], γιατί δεν καταφέρνει να ενσαρκωθεί μέσα στο σώμα της Δομένικας[42], και εκδικητικός, διότι θέλει να κυριεύσει την ψυχή και το μυαλό της - ως αντίποινο για την προηγούμενη ήττα του. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Διάβολος χαρακτηρίζεται από τα πιο αντιχριστιανικά πάθη: την εκδικητικότητα και την επίδειξη ισχύος. Επίσης, σε αντίθεση με το Χριστό που κερδίζει τη μάχη με την αμαρτία, ο σατανάς παρουσιάζεται χαμένος και τόσο ύπουλος, που μεταμφιέζεται νέος πανέμορφος άντρας με όψη λυπημένη και μάτια γεμάτα παράπονο[43]. Ο αφηγητής περιγράφει το Διάβολο να προβαίνει σε ψεύτικες δακρύβρεχτες εξομολογήσεις και ιστορίες ερωτικού πάθους και θανάτου, προκειμένου να συγκινήσει την υποψιασμένη Δομένικα.

   Σε αντίθεση με την ευαγγελική γραφή, που παρουσιάζει τους Αποστόλους αυτόπτες και αυτήκοες μάρτυρες δεκάδων επεισοδίων της ζωής του Χριστού- ο αφηγητής της Κουπέλας επιλέγει να χρησιμοποιήσει δυνητικό λόγο, για να εκθέσει τη συναναστροφή της Δομένικας με το Διάβολο. Με αυτό τον τρόπο σχολιάζει έμμεσα την ύποπτα αβίαστη αφήγηση των Ευαγγελιστών, υπονοώντας πως ενδέχεται η γραφή τους να είναι επίπλαστη και τα γεγονότα επινοημένα.

   Όπως ο Χριστός παρουσιάζεται από τα Ευαγγέλια να υπακούει στο θέλημα του Θεού και να ευθυγραμμίζεται πειθήνια με τη βούλησή του, αντίστοιχα και η Δομένικα, ενώ αντιλαμβάνεται τις πονηρές προθέσεις του Διαβόλου, υποκύπτει σε αυτές γιατί δεν το άντεχε η ψυχή της να αποδιώξει κάποιον που γυρεύει κάτι από αυτήν[44]. Η δασκάλα ξέρει πως ο Διάβολος επιθυμεί να πραγματωθεί διά του σώματός της, δηλαδή να καταφέρει αυτό που κρίνει πως άδικα του στερήθηκε - την ενσάρκωση.  

   Επομένως, στην Κουπέλα ο Διάβολος δεν παρουσιάζεται μόνο με τα καθιερωμένα χαρακτηριστικά, που του αποδίδουν τα χριστιανικά και λογοτεχνικά κείμενα, αλλά έχει και ένα άλλο προφίλ: του αδικημένου και παραμελημένου παιδιού, που ξεγυμνώνεται για να διεκδικήσει αυτοπραγμάτωση, δικαίωση και παρηγοριά. Η Δομένικα αγκαλιάζει και συμπονά ακόμα και τον παραπονεμένο Διάβολο, που πάντα υπάρχει δυνάμει και ποτέ επί της ουσίας, και τον βοηθά να πετύχει αυτό που επιθυμεί: αλλάζει το αίμα της μαζί του και τον ενσαρκώνει δια του εαυτού της. Ενδιαφέρουσα είναι η εικόνα του διαβόλου μέσα από τη φιλεύσπλαχνη οπτική της Δομένικας, που τον βρίσκει χαριτωμένο και ειλικρινή[45], χαρακτηρισμοί που θα ταίριαζαν περισσότερο στον εσταυρωμένο και όχι σε αυτόν που φόρτωσε στη δασκάλα όλη τη δυστυχία του κόσμου για να την εκδικηθεί για τη χαμένη ζωή του[46].

   Ακόμη, στο μυθιστόρημα σχολιάζεται η βαθύτερη καταστροφική και αυτοκαταστροφική βούληση του ανθρώπου, που αρέσκεται να γίνεται συγχρόνως θύμα και θύτης, εκδοχή που αφορμάται από την πεποίθηση του συγγραφέα πως κανένας άνθρωπος δεν χορταίνει πριν να φαγωθεί[47]. Η Δομένικα παραδέχεται ότι έχει επίγνωση του κληρωμένου ρόλου της και ευθυγραμμίζεται πλήρως με αυτόν, ακόμη κι αν γνωρίζει πως η τραγικότητά της τροφοδοτείται από την αλληλεξάρτηση και την αυτοθυσία στο βωμό της υποχρεωτικής τυφλής προσφοράς[48]: γιατί έτσι πρέπει[49].

   Αντίθετα με το Χριστό, που θυσιάζεται για να λυτρώσει τον κόσμο από τη δυστυχία χαρίζοντας την αιώνια ζωή, ο Διάβολος της Κουπέλας κατηγορεί την ηδονική φύση της Δομένικας και την ενοχοποιεί, οδηγώντας την ψυχή της στον πρόωρο θάνατο. Τέλος, διαρρηγνύεται το μονοδιάστατο στερεοτυπικό μοντέλου του διαβόλου που συκοφαντεί και βάλει, γιατί στην Κουπέλα ο σατανάς είναι πρωτίστως ο ίδιος καταβεβλημένος από τη ματαιωμένη αυτοπραγμάτωση. Επίσης, δεν παρουσιάζεται ως η καθιερωμένη υπερφυσική οντότητα που ταυτίζεται με το κακό· έχει πτυχές βαθιάς ανθρωπινότητας, καθώς είναι ευαίσθητος και τόσο ευάλωτος που προσφεύγει από ανάγκη σε μια ανθρώπινη αγκαλιά.

  


Μέσα μου σ’ έχω Σατανά

    Αμφότεροι η Δομένικα και ο Χριστός αποτελούν το κομβικό σημείο ενός μεγαλεπήβολου σχεδίου· η Δομένικα επιστρατεύεται για την κατάκτηση του κόσμου[50] ενώ ο Χριστός για τη σωτηρία του. Αθώοι και οι δύο εγκλωβίζονται στο πλέγμα της ομφαλικής αγάπης και στρατεύονται στην εκπλήρωση ενός πλάνου καθορισμένου από το γονέα. Η πειθήνια υποταγή στο ανώτερο σχέδιο ορίζεται από εξωλογικές αιτίες: ο Χριστός είναι εκλεκτός και χρισμένος ενώ, αντίθετα, η Δομένικα είναι θύμα των περιστάσεων και καταραμένη.

   Κι αν το σχέδιο της Μπαρμπακούλας είναι υποχθόνιο[51] -γιατί προβλέπει τη θυσία ενός αθώου βρέφους, για να σκηνωθεί ο Διάβολος που θα κυριαρχήσει στον κόσμο- ο ερχομός του Χριστού επιστρατεύεται από τα ιερά κείμενα για τον αντίθετο λόγο: τη νίκη του καλού επί του κακού και τη σωτηρία του ανθρώπινου γένους από την αμαρτία. Όσον αφορά το αντίχριστο πλάσμα που προοριζόταν για την ενσάρκωση του διαβόλου, δε θα μπορούσε παρά να είναι προϊόν ερωτικής συνεύρεσης· κι αυτό γιατί στον τριαριδικό κόσμο, που στηρίζεται γύρω από το διπολικό άξονα γκάβλας-χαμού, η παρθενογένεση δεν έχει θέση. Πόσο μάλλον όταν μια σατανική μάγισσα έχει τάξει το παιδί στο διάβολο[52].    

   Η αντίχριστη Δομένικα αντιλαμβάνεται τη διαβολική φύση της από τα δώδεκα της χρόνια, όταν ανεξήγητες εκλείψεις ηλίου, θάνατοι, αυτοκτονίες και διανοητικές παρεκτροπές δεν είναι παρά λίγα από τα προμηνύματα της θανατερής επίδρασης της δασκάλας στη φύση, στον περιβάλλοντα χώρο αλλά και στους ανθρώπους. Οι τελευταίοι, απηυδισμένοι από τη ακατανόητη θανατηφόρα επιδημία, συγχύζονται και μπερδεύουν τη δεισιδαιμονία με τη θρησκοληψία προκειμένου να ερμηνεύσουν τις διαδοχικές παραδοξότητες. Ο αφηγητής -αν και ώριμος πια- δεν παύει να αναρωτιέται ποιες ύπουλες και δαιμονικές δυνάμεις όριζαν τα ερωτικά ένστικτα της Δομένικας[53].

   Από την άλλη, σχετικά με το ποιόν του Ιησού, τα ιερά κείμενα φροντίζουν να τεκμηριώσουν τη χριστή προέλευση και φύση του θεανθρώπου μέσα από μια σειρά καθαγιασμένων πράξεων, που ορίζονται ως θαύματα με σκοπό τη σωτηρία του ανθρώπου. Η Δομένικα, σε αντίθεση με το Χριστό, όχι μόνο δεν καταφεύγει σε κηρύγματα θρησκευτικού και ηθικού περιεχομένου αλλά με τη συνολική στάση ζωής της αντιτίθεται στις παγιωμένες ηθοπλαστικές διδαχές των Ευαγγελίων. 

   Είναι γεγονός ότι τα Ευαγγέλια κατ’ εξακολούθηση παρουσιάζουν το Χριστό συνυφασμένο με την αλήθεια, προσωποποιώντας τον συχνά με το φως. Αντίθετα, σε όλο το μυθιστόρημα του Τριαρίδη η Δομένικα όχι μόνο συνδέεται με το σκοτάδι και τις σκιερές δυνάμεις αλλά και προσδιορίζεται από τον εκπρόσωπο της εκκλησίας παπα Λεπ-Ταιρ ως απείκασμα. Συγκεκριμένα, όταν ο παπάς ανοίγει το φέρετρο προειδοποιεί τους μαθητές: ό,τι κι αν δείτε να ξέρετε πως είναι ένα ψέμα[54]. Αλλά πριν φτάσει εκείνη η στιγμή τα παιδιά έχουν ήδη αντιληφθεί τη σκοτεινή ορμή της δασκάλας για το χαμό και τον προδιαγεγραμμένο προορισμό της.   

 

τα λόγια της μας έβαζαν σε αλλόκοτες σκέψεις για τη δύναμη του πονηρού, γιατί με όλη την παιδική μας αθωότητα νιώθαμε πως κάποιο φοβερό μυστικό κρυβόταν στα χείλη που σχημάτιζαν τις κουβέντες της, πως τη δασκάλα μας την ακολουθούσαν αλλόκοτοι φριχτοί ίσκιοι που φέρναν τον πόνο, τη συμφορά και την απελπισία, καταχθόνιες δυνάμεις του απόλυτου σκότους. (…) κάποιος δαίμονας είχε φτύσει την κυρία Δομένικα· κι από τούτο το φτύμα δεν υπήρχε λυτρωμός...[55]

     Ο θάνατος -αντί Θεού- ασκεί έλξη και κυρίαρχη παντοδυναμία στη ζωή της Δομένικας, που νιώθει εκστατικά όχι όταν αγγίζει τη θέωση μα το θάνατο. Μάλιστα, σε αντίθεση με το Χριστό που, σύμφωνα με τις μαρτυρίες των ευαγγελιστών, θεραπεύει λεπρούς, τυφλούς, παράλυτους και δαιμονισμένους, η Δομένικα -ούσα η ίδια κατειλημμένη από το Διάβολο- σκορπά με το φιλί της όχι τη ζωή μα το θάνατο σε ζώα, ανθρώπους αλλά και αποκεφαλισμένους[56]. Δικαιολογημένα, κάποιες φορές οι μαθητές υποψιάζονται ότι πίσω από τη ζωή και τις πράξεις της δασκάλας κρύβονται οι βουλές του Διαβόλου. Ο ώριμος αφηγητής, στην προσπάθεια να ερμηνεύσει λογικά τις πράξεις της Δομένικας καταλήγει πως αναμφίβολα - σε αντίθεση με τα μεσσιανικής φύσης θαύματα του Χριστού

 

όλα αυτά ήταν μια ξεκάθαρη επίδειξη της ισχύος που είχαν οι σκοτεινές δυνάμεις στη ζωή της δασκάλας μας. Εξάλλου, όπως μάθαμε αργότερα, τα χείλια της, όπου κόλλησαν οι πασχαλίτσες σαν στο μέλι, ήταν μια γοητευτική μα φαρμακερή παγίδα θανάτου...[57]

 

   Ο πρώτος που πέθανε κεραυνοβολημένος από μια υπερφυσική δύναμη, τη στιγμή ακριβώς που τα χείλη του ενώθηκαν με τα δικά της[58] είναι ένας πλανόδιος μανάβης και το περιστατικό αυτό αποτελεί την αφορμή που περίμενε η Αύρα για να εξομολογηθεί στην κόρη της το ακατανόμαστο σχέδιο της Μπαρμπακούλας, τη φοβερή κατάρα που εκείνη ξεστόμισε ψυχορραγώντας και το φριχτό φαρμάκι που στάλαξε στα χείλια της κόρης της όταν ήτανε βρέφος[59]. Σε αυτό το σημείο η εξομολόγηση της Αύρας αγγίζει τα όρια του αντικηρύγματος και διατυπώνεται μέσα από τις διαπιστώσεις ενός απολογητικού μονολόγου[60], που δικαιολογεί το προβάδισμα του θανάτου σε σχέση με ζωή.

    Ο συγγραφέας επιλέγει δύο καίριες στιγμές -της παραπάνω αποκάλυψης και του αποχαιρετισμού μητέρας και κόρης- για να τονίσει τα ολοκληρωτικά αντιχριστιανικά υλικά δόμησης της κεντρικής ηρωίδας της Κουπέλας. Αυτά συνοψίζονται στη διπλή επανάληψη της φράσης “Στ’ αλήθεια, θα’ σουν η καλύτερη μάνα του διαβόλου…”[61]. Αυτή η πικρή διαπίστωση, που η Δομένικα διατυπώνει με βεβαιότητα όταν εγκαταλείπει οριστικά την Αύρα, αποτελεί τον κεντρικό πυλώνα του αντιαγγέλματος στην Κουπέλα.

   Σε άλλο σημείο, ο συγγραφέας δομεί μια δυνατή αντιχριστιανική σκηνή, για να τονίσει άλλη μια φορά πως η Δομένικα βρίσκεται κάτω από την κυριότητα του διαβόλου. Όταν η δασκάλα μαθαίνει στα παιδιά πως προσευχή είναι η αγάπη του φόβου[62], ο Ζήσης διαπιστώνει έντρομος ότι με βάση τον ορισμό της Δομένικας πρέπει ν’ αγαπήσει τον ίδιο το διάβολο[63], κάτι που εκείνη του επιβεβαιώνει. Το διφορούμενο μήνυμα της δασκάλας, μοιάζει με μειδίαμα που αποτελεί παραδοχή της δαιμονικής φύσης της και ξυπνά το μαθητή από τη χριστιανική νάρκη.

 

«εγώ θα αγαπώ μονάχα τον κύριο ημών Ιησού Χριστό...» έλεγε «...και θα προσεύχομαι σ' αυτόν και θα αποτάσσομαι τον πονηρό... ό,τι κι αν μου πεις εσύ, κυρία, εγώ θα αγαπώ μονάχα τον Κύριό μου...», «κι εγώ αυτό σου είπα, να αγαπάς τον Κύριό σου...» ψιθύρισε η δασκάλα μας και δεν την καταλάβαμε διόλου εκείνη την κουβέντα της δασκάλας μας, ευτυχώς που δεν την άκουσε ο Ζήσης, καθώς συνέχισε για αρκετά λεπτά να παραληρεί για την αγάπη του στο Θεό του, μέχρι που σώπασε κρύβοντας το κεφάλι του ανάμεσα στα μπράτσα του.[64]

 

   Η Δομένικα, σε ανύποπτο χρόνο δηλώνει ξεκάθαρα τη δαιμονική φύση της, όταν ο μαθητής Αγιούτος της ζητά να τους αποκαλύψει το μυστικό που ολοφάνερα κρύβει· κι εκείνη δε διστάζει: είμαι πλασμένη με τη συνταγή του διαβόλου[65], παραδέχεται. Οι μαθητές είναι πια σίγουροι πως η ζωή της αγαπημένης δασκάλας ορίζεται από σκοτεινές, υποχθόνιες, ίσως και διαβολικές δυνάμεις[66]. Παρατηρούν πως και η ίδια όσο περνά ο καιρός γίνεται όλο και πιο μελαγχολική[67], σαν να 'χε μυρίσει το δαιμονικό λουλούδι που καραδοκεί στους εφιάλτες μας και μας περιμένει όλους.[68]

   Σε άλλο σημείο η Δομένικα αμφισβητεί την ύπαρξη του Παραδείσου. Με αφορμή μια ιστορία για τον αποχαιρετισμό η δασκάλα κάθε άλλο παρά ευαγγελίζεται τη μεταθανάτια ζωή. Απασφαλίζει για άλλη μια φορά τους μαθητές διαβεβαιώνοντας με πικρία και ελαφριά ειρωνεία πως όπως για το Θεό έτσι και για τον Παράδεισο, πολλά διδάχτηκε αλλά τίποτα δεν είδε.

 

Τότε ο Ζήσης σηκώθηκε και πάλι όρθιος, «...κι ο χλοερός τόπος, κυρία;» ρώτησε κι ήτανε έτοιμος να κλάψει· η δασκάλα μας φάνηκε να παραξενεύεται λίγο απ' την ερώτησή του, έπειτα χαμογέλασε, «άκουσα κάποτε κι εγώ για κάποιο καταπράσινο λιβάδι, μα ποτέ μου δεν το είδα...» είπε κι ύστερα από μια μικρή σιωπή συνέχισε «αν κανένας από σας το δει, ας έρθει να μου πει αν φυτρώνουν βιολέτες...»[69]

 

Η Δομένικα δεν παραπλανά -όπως ο αντίχριστος- αλλά πλανεύει τους μαθητές με τη ζωή και τα έργα της. Με τη γοητεία της προσωπικότητάς της -και όχι χάρη σε υπεράνθρωπες μεσσιανικές ιδιότητες- εναντιώνεται στην ιδέα της τελικής σωτηρίας, προτάσσοντας το χαμό ως μοναδική δυνατότητα.

   Η εμφάνιση και ενσάρκωση του Διαβόλου δια της Δομένικας στο 63ο κεφάλαιο, επιβεβαιώνει για άλλη μια φορά την αντιχριστιανική φύση της για δύο λόγους. Ο Διάβολος κατηγορεί επανειλημμένως τη δασκάλα για όλα τα δεινά του κόσμου, καθιστώντας την άνθρωπο της αμαρτίας[70], χαρακτηρισμός που στη δεύτερη επιστολή του Αποστόλου Παύλου προς την εκκλησία της Θεσσαλονίκης είναι συνώνυμος με τον αντίχριστο. Ακόμη, στην ίδια επιστολή ο αντίχριστος ταυτίζεται και με την απώλεια[71], όπως άλλωστε και η Δομένικα, που συνυφαίνει τη ζωή της με το χαμό και το άγγελμα του ανεπιστρεπτί τελικού θανάτου των πάντων και για πάντα.

   Για να ολοκληρωθεί το αντιχριστιανικό προφίλ της Δομένικας, κρίνεται απαραίτητη η αναφορά στο επιθανάτιο γράμμα της προς τους μαθητές. Σε αυτό αναφέρει ότι γεννήθηκε σημαδεμένη, έζησε ανάμεσα σε μαύρες σκιές και πεθαίνει δίχως να τις αποχωριστεί[72] - εξομολογήσεις που αντιδιαστέλλουν τη σκοτεινή φύση της με αυτή του Χριστού, που αυτοπροσδιορίζεται ως το φως της ζωής[73]. Στο ίδιο γράμμα[74] τονίζει πως δε θέλει να ταφεί σε τάφο με μνήμα και σταυρό αλλά στο λόφο της Κουπέλας, όπου άλλοτε το σώμα της συστρεφόταν από την ηδονή[75].

   Ο υποψιασμένος αναγνώστης μπορεί να διακρίνει πως η δομή και το περιεχόμενο του γράμματος της Δομένικας συνομιλεί με τη διαθήκη του Μιχάλη Καραμάνου - ήρωα από το Γιούγκερμαν[76] του Μ. Καραγάτση. Και εκεί οι τελευταίες επιθυμίες του Καραμάνου είναι να μην ταφεί σε μνήμα με σταυρό αλλά στο πάτριο έδαφος του Θεσσαλικού κάμπου, που σκλάβωσε την αγάπη της ψυχής του[77]. Μάλιστα, η καταληκτική φράση “Έτσι θέλω[78] του επιθανάτιου γράμματος της Δομένικας αποτελεί αυτούσια μεταφορά της φράσης που χρησιμοποιεί ο Καραμάνος, για να κλείσει τη διαθήκη του.

   Ο συγγραφέας της Κουπέλας δε δομεί τυχαία τις τελευταίες επιθυμίες της Δομένικας στα πρότυπα της διαθήκης του συγκεκριμένου καραγατσικού ήρωα. Όταν στα Στερνά του Γιούγκερμαν ο -νεκρός πια- Καραμάνος εμφανίζεται σαν φάντασμα στο όνειρο του ετοιμοθάνατου πρωταγωνιστή, μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί πως παρουσιάζεται μέσα από ένα αντιχριστιανικό φίλτρο, γιατί αυτοχρίζεται δαιμονισμένος, διονυσιαζόμενος και θεομηνικός[79] με διαβολικό παλμό[80]. Αλλά και η προηγούμενη παρουσία του στο έργο θυμίζει την ηρωίδα της Κουπέλας, καθώς ο Καραμάνος -όπως και η Δομένικα- ρουφιέται από τη λάμια της ηδονής[81], γιατί την καταχράται[82].

   Είναι γεγονός πως ο Καραμάνος έχει συνδυαστεί με την αγαπημένη του φράση -η Μοίρα των ανθρώπων είναι ο Θάνατος-, που τον αντιπροσωπεύει και επαναλαμβάνεται συνολικά τρεις φορές μέσα στο έργο (από τον ίδιο αλλά και από τον Βάσια). Ο Βάσιας και οι μαθητές της Δομένικας -ορμώμενοι από την ίδια πίστη προς τον φίλο και τη δασκάλα αντίστοιχα- πραγματοποιούν τις τελευταίες επιθυμίες των αγαπημένων τους ανθρώπων. Ο συσχετισμός του Καραμάνου με τη Δομένικα ενισχύεται, αν αναλογιστεί κανείς πως η προσωπικότητα της δασκάλας δομείται με βάση τη μοιραία ροπή της προς τον αναπότρεπτο χαμό. Επομένως, αμφότεροι οι ήρωες έλκονται από το θάνατο, που ουσιαστικά επιδιώκουν - ο καθένας με διαφορετικό τρόπο.

   Αξίζει να σημειωθεί ότι ο συγγραφέας της Κουπέλας έχει δημοσιεύσει δοκίμιο με τίτλο την αυτούσια παραπάνω φράση[83], όπου επισημαίνει τρία βασικά χαρακτηριστικά στα έργα του Καραγάτση - δύο από τα οποία συνάπτονται με το αντιάγγελμα της Κουπέλας: την αντιθεολογική ανάγνωση του κόσμου, που καθιστά τους ήρωες εξαρτώμενους από ορμές και ένστικτα, και τη ματαιότητα ως πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης[84]. Τέλος, στο ίδιο δοκίμιο ο συγγραφέας επισημαίνει τη λαχτάρα των καραγατσικών ηρώων για μελαγχολία - ζωηρή επιθυμία για του κόσμου τη μάταιη ομορφιά που είναι προνόμιο του Θανάτου[85] και διακατέχει και τη Δομένικα.

 
τι γάπησε πολύ

    Η αντιχριστιανική οπτική του συγγραφέα προεκτείνεται στην ερωτική ζωή της δασκάλας, την οποία παρουσιάζει ως έντονη, τακτική και ομοφυλοφιλική. Όπως είναι γνωστό, τα Ευαγγέλια δεν δίνουν καμία αντίστοιχη πληροφορία για τη  ζωή του θεανθρώπου, την οποία αποκρύπτουν, παραλείποντας οποιαδήποτε σχετική αναφορά. Για την κατανόηση του αντιαγγέλματος που συντελείται στο παρόν κεφάλαιο κρίνεται απαραίτητη η αναφορά στο 4ο υποκεφάλαιο (Όπου μια τυφλή κοπέλα παραμιλά για την τρελή φουχτιά) του 31ου βιβλίου (Ο σπορέας του πυρετού) των μελένιων λεμονιών, όπου ο συγγραφέας προβάλλει την προσωπική του εκδοχή σχετικά με τη σχέση του Ιησού με τη Μαγδαληνή.

 

Γιατί ο καθένας μας έχει κάποιον για να ανταμώσει μέσα στην

     τρομερή νύχτα.

Ας πούμε εγώ:

Να συναντήσω εκείνον τον κηπουρό,

Να πούμε πρώτα τα συνθηματικά - γύναι, τι κλαίγεις και ει συ εβάστησας αυτόν και τα λοιπά,

Κι ύστερα, να φτάσουμε σε αυτό που προσμέναμε

μες στους αιώνες,

Μια γυμνή αναγνώριση χωρίς φιλοσοφία και ηθική:

Μαρία - Ραββουνί.

Κατόπιν, άγγιξέ με, άγγιξέ με, άγγιξέ με,

Σκότωσέ με με το παράφορό σου άγγιγμα.

 

Κι ο θάνατός μας να καρπίσει υακίνθους, αναστημέ-

   να ηλιοτρόπια,

Λαχταρισμένα μάγουλα, λαίμαργα χείλη, ίριδες δια-

             κορευμένες,

Κοράκια, σταροχώραφα - και προπαντός ανάποδους

   ανέμους,

Να αχνοτρεμίσουν τα δρεπάνια του κάμπου,

Να ταξιδέψουν τούτη την τρελή φουχτιά του πυρετού

   μας.[86]

    Στο παραπάνω απόσπασμα εντοπίζεται διακειμενικότητα με το 20ό χωρίο του Κατά Ιωάννη Ευαγγελίου. Αρχικά, ο συγγραφέας αποηθικοποιεί τη στιγμή της αναγνώρισης του Χριστού από τη Μαγδαληνή κατά την ανάσταση του πρώτου ενώ παράλληλα αντιστρέφει την αποφατική προστακτική μή μου πτου στην επαναλαμβανόμενη καταφατική άγγιξέ με. Το αίτημα για σαρκική επαφή ενισχύεται με την προστακτική σκότωσέ με· η Μαγδαληνή των μελένιων λεμονιών ζητά επιτακτικά από το Ραββουνί να τη σκοτώσει με το άγγιγμά του. Για άλλη μια φορά στο τριαριδικό σύμπαν η απεγνωσμένη γκάβλα γεννά το θάνατο που με τη σειρά του καρπίζει τον ανάποδο άνεμο της αποδιδαχής.

   Το 1ο βιβλίο των μελένιων λεμονιών επιβεβαιώνει την υπόνοια πως ο Τριαρίδης ασπάζεται την ερευνητική άποψη που θεωρεί τη Μαγδαληνή γυναίκα του Χριστού.

 

         12. Και έγιναν τόσα ψωμιά και τόσο κρασί, που θα μπορούσε να φάει και να πιει μια ολόκληρη πολιτεία. Κι ήτανε τόσο γλυκιά η γεύση τους που η νύφη άφησε τον γαμπρό και ζήτησε να παντρευτεί εκείνον τον κουρελή.

 

         13. Κι η γυναίκα αυτή ήτανε η Μαρία από τα Μάγδαλα. Και με τα μαλλιά της έπλυνε τα πόδια του κουρελή.

 

         14. Κι έπειτα παντρεύτηκαν οι δυο τους και η Μαρία άρχισε να ακολουθεί τον δάσκαλό της. Και δίνονταν κι οι δυο τους στα όργια, μα ποτέ τους δεν άγγιζαν ο ένας τον άλλον. Θαρρείς και κάτι περίμεναν που κανένας δεν καταλάβαινε.

 

          15. Αυτός ήταν ο γάμος του Ραββουνί.[87]

 Συγκεκριμένα στο γάμο της Μαρίας από τα Μάγδαλα-, επειδή δεν υπάρχει φαγητό για όλους, ο κουρελής - Χριστός προβαίνει σε μια σειρά θαυμάτων: ζυμώνει ψωμί με το σπέρμα του και φτιάχνει κρασί από το αίμα του[88]. Η γεύση του ψωμιού και του κρασιού παρουσιάζονται από το συγγραφέα τόσο γλυκές, που η Μαρία παρατά το γαμπρό και, αφού προηγουμένως πλύνει με τα μαλλιά της τα πόδια του Χριστού, θέλει να τον παντρευτεί (ακριβώς όπως η Τζίλντα εγκαταλείπει την ιδέα της αυτοκτονίας και δίνεται ολοκληρωτικά στο σμίξιμο με τη Δομένικα). Η Μαρία των μελένιων λεμονιών ακολουθεί πιστά τον άντρα και δάσκαλό της· συμμετέχουν σε όργια χωρίς να αγγίζουν ο ένας τον άλλον, όμοια με την αφοσιωμένη στη δασκάλα Τζίλντα, που δεν αγγίζει ποτέ τα χείλη της Δομένικας με τα δικά της.

   Ο συγγραφέας φαίνεται πως δεν προσπερνά καλόπιστα το μοιραίο τρόπο με τον οποίο η Μαγδαληνή παρουσιάζεται από τα Ευαγγέλια να προσπέφτει υποτακτικά στα πόδια του Χριστού πριν την Ανάσταση του Λαζάρου. Ακόμη, σημασιοδοτεί ερωτικά το γεγονός ότι η πρώτη εμφάνιση του αναστημένου Ιησού είναι στη Μαρία από τα Μάγδαλα[89] ενώ μάλλον δε θεωρεί τυχαίες τις νύξεις ότι ο αδελφός της Μαρίας ήταν καλός φίλος του Χριστού[90]. Εμφανίζεται να μην μπορεί να εθελοτυφλήσει στη λάγνα υποταγή της γυναίκας που αλείφει με μύρο κι έπειτα προσκυνά και σκουπίζει με τα μαλλιά[91] τα πόδια του δασκάλου της.

   Όλα τα παραπάνω δεν ξεφεύγουν από το αντιχριστιανικό φίλτρο του συγγραφέα, που αντιμετωπίζει τις αφηγήσεις των ευαγγελιστών ως σκόπιμα σκηνοθετημένες. Αντίθετα με την σιωπηλή τακτική των Ευαγγελίων, επιλέγει να ρίξει φως αμφισβήτησης στα ιερά κείμενα, μέσω του μοτίβου της αντιστροφής. Συγκεκριμένα, δομεί μια ομοφυλόφιλη αντίχριστη, της οποίας τα έργα της ημέρας είναι απλώς η κορνίζα που πλαισιώνει τη βραδινή ηδονική παράδοσή της στην γκάβλα, που κατά τον συγγραφέα φαίνεται να αποτελεί τον επιστήθιο εχθρό του χαμού.

   Ειδικότερα, η Δομένικα έχει για ερωμένη την Τζίλντα[92], μια γυναίκα στα πρότυπα της Ρίτα Χευγουορθ, δηλαδή πανώρια, γεννημένη για τις χαρές της σάρκας, με μάτια καμωμένα για δάκρυα[93]. Σε αυτό το σημείο, κρίνεται άλλη μια φορά σκόπιμη η αναφορά στα μελένια λεμόνια, όπου παρουσιάζεται μια διαφορετική εκδοχή για τη Μαγδαληνή· η προσέγγιση αυτή λίγο απέχει από την ερμηνεία του παράφορου έρωτα της Δομένικας με την Τζίλντα, καθώς η ανορθολογική ένωση τους συγκροτείται γύρω από την ανεξέλεγκτη έξαψη αλλά και τις εκκρίσεις τους.

   Τη στιγμή της συνάντησης των δύο γυναικών πάνω από τον τάφο της αντίχριστης, διαφαίνεται ένα θηλυκό τρίγωνο, που γίνεται ερωτικό όταν η Τζίλντα φιλά ερωτικά τη μητέρα της αγαπημένης της Αύρα. Θαρρεί κανείς πως το φιλί αυτό ήταν εκείνο που στερήθηκε από τα χείλη της Δομένικας, όλα τα βράδια των έξαλλων ερωτικών ακροβασιών. Η Τζίλντα -αντίθετα με την αμέτοχη στο θάνατο του Ιησού Μαγδαληνή- παρουσιάζεται στην αφήγηση ως συνυπαίτια του θανάτου της δασκάλας, γιατί αν αυτή και η Δομένικα αντάλλασσαν μόνο ένα φιλί, η πρώτη με την αυτοθυσία της θα λύτρωνε τη δεύτερη από την κατάρα του θανάτου. Όμως, είναι ο χαμός -και όχι η σωτηρία- που απελευθερώνει και λυτρώνει διά του αφανισμού, το καταπιεσμένο δυναμικό των πιο μύχιων ανθρώπινων ενστίκτων[94] των ηρώων της Κουπέλας.

   Αξίζει να σημειωθεί ότι οι ερωτικές συνευρέσεις της Δομένικας με την πιστή Τζίλντα στη φωλίτσα της Κουπέλας ήταν τόσο δαιμονικά απόκοσμες, που ο αφηγητής ανακαλεί το διαβολικό θεό για τον οποίο μιλά η δασκάλα στο μάθημα. Ειδικότερα, υπήρξε μια συγκεκριμένη ερωτική ένωση, που τρόμαξε πολύ τα παιδιά, γιατί ερέθισε ανορθόδοξα την παιδική φύση τους. Ο ερεθισμός ενοχοποιείται και όπως η ευαγγελική αφήγηση αμφισβητεί τα ποιοτικά γνωρίσματα της Μαγδαληνής, έτσι ο αφηγητής της Κουπέλας μπαίνει σε δίλημμα σχετικά με το ποιόν της Δομένικας, που ενώ τη μέρα δεν κόβει ούτε ένα λουλούδι για να μην το σκοτώσει ίσως τις νύχτες να μεταμορφωνόταν σε αιμοβόρο κτήνος που κατασπάραζε τις ζεστές σάρκες και ρουφούσε τη ζωή απ' τα κορμιά των ανθρώπων και ξερίζωνε καρδιές.[95]

   Οι παραπάνω υποψίες γεννιούνται στην παιδική φαντασία, όταν ο άνεμος παραγγέλνει στις δύο γυναίκες να φιληθούν. Αυτή η προστακτική προσφέρει στις ερωμένες έναν ανεπανάληπτο οργασμό, που με έναν τρόπο ανεξήγητο και άρα θαυμαστό, βιώνεται και από τα αγόρια, σαν κοινή ομαδική εμπειρία - προάγγελο του επερχόμενου θανάτου[96]. Αυτό που συνταράσσει και συγκλονίζει για πάντα την οπτική των παιδιών για τον έρωτα είναι η αλληλοδιαδοχή μεταμορφώσεων που συντελούνται την ώρα της ένωσης. Ο συγγραφέας, χρησιμοποιώντας το μοτίβο της μεταμόρφωσης, ευλογεί την ερωτική πράξη από αυτόν που πρώτα αγοράζει την ψυχή κι έπειτα ανασταίνει το σώμα - από τον ίδιο το Διάβολο[97].

   Κι αν ο Ιησούς σχετίζεται με τη Μαγδαληνή στη γη και αυτό παρουσιάζεται διάφανα από τα Ευαγγέλια, η Τζίλντα ενώνεται με τη Δομένικα σε ένα δυστοπικό σκοτεινό άχρονο, που στον αποσβολωμένο αφηγητή θυμίζει την κόλαση[98]. Η αναγωγή στην κόλαση δεν είναι τυχαία, καθώς πρόκειται για έναν τόπο συνυφασμένο με τα πάθη, τον πόνο και την τιμωρία. Επίσης, ο συσχετισμός του έρωτα με τον κόσμο των νεκρών, όπου οι πεθαμένοι βασανίζονται για τις εν ζωή αμαρτίες τους σε έναν τόπο με εξουσιαστή το διάβολο, δαιμονοποιεί την ερωτική πράξη και τονίζει άλλη μια φορά πως η ηδονή στην Κουπέλα συνδέεται άμεσα με τον επερχόμενο χαμό.

   Συμπερασματικά, η σωτηρία της Τζίλντας από τη Δομένικα σηματοδοτεί την αρχή ενός έρωτα και παραπέμπει στη σωτηρία της -επίσης ελευθεριάζουσας- Μαγδαληνής από την κοινωνική κατακραυγή και την αμαρτία, χάρη στη συνάντηση της με το Χριστό. Η διαφοροποίηση έγκειται στις προθέσεις της Δομένικας, που δεν είναι ηθικοποιητικές. Η λαγνεία και η ανάγκη ωθούν αμφότερες τις γυναίκες στο οξύμωρο σχήμα μιας ιδιάζουσας σωτηρίας μέσα στο χαμό της ηδονής: η Δομένικα κάνει τη δική της επανάσταση ενάντια στο καταραμένο πεπρωμένο[99] και η Τζίλντα εμφανίζεται να αγαπά τη δασκάλα με πάθος μελλοθάνατου[100].

  

Μνιν ειδε

    Για να προσεγγίσουμε τη θέση που έχει η εκδίκηση στην Κουπέλα κρίνεται απαραίτητη η αναφορά σε ένα από τα δευτερεύοντα πρόσωπα του μυθιστορήματος, το οποίο επιστρατεύεται για να εκφραστεί το αντιάγγελμα. Ο Λεμονμπούζης ή Γιωργάκης Σταυρόπουλος ο οποίος κυκλοφορούσε σαν το διάολο φορώντας πάντοτε μαύρη μάσκα στο πρόσωπό του[101] και μαύρη κάπα[102], υπήρξε ο ίδιος λεπρός, τον οποίον έδιωξαν από την πατρίδα του, το Μεσολόγγι, φορώντας του κουδούνια. Κανένας δε βρέθηκε να του πει αντίο στο φρικτό φευγιό του, μήτε καν η κοπέλα που αγαπούσε[103], και αυτή η ατιμωτική άρνηση λάβωσε πολύ την ψυχή του Λεμονμπούζη, για τον οποίο υπήρχε θρύλος πως θεραπεύτηκε από μια παράξενη λεμονάδα που ο ίδιος έφτιαξε.

   Αυτή η φήμη συνόδευε το Λεμονμπούζη, που έμοιαζε στ’ αλήθεια ένας ακόμη απελπισμένος[104] -ίδιος με τους λεπρούς της Κουπέλας- και στο πρόσωπό του οι ετοιμοθάνατοι λεπροί εναπόθεσαν την τελευταία ελπίδα τους για σωτηρία. Ζήτησαν, έφτιαξε και τελικά ήπιαν όλοι από τη λεμονάδα του[105]- σαν να ήταν θεία κοινωνία που σώζει από πάσης φύσης πνευματική και σωματική νόσο. Όμως, ο Γιωργάκης Σταυρόπουλος ή Λεμονμπούζης που κάποτε υπήρξε ένας από αυτούς, τους είχε γελάσει[106] μην μπορώντας να ξεπεράσει την προδοσία που υπέστη στο παρελθόν από τους δικούς του, όταν τον εξεδίωξαν.

   Σε αντίθεση με το Χριστό που γιάτρευε λεπρούς, ο Λεμονμπούζης  τους αντεκδικείται και τους σκοτώνει[107] -μαζί και την αγαπημένη του- αφού πρώτα τους προδώσει για έναν μπόγο με κατευόδια απελπισμένων[108]. Σε αυτό το σημείο ο αφηγητής αφήνει να εννοηθεί πως οι αναξιοπαθούντες πιστοί που κοινωνούν μαζικά με σκοπό τη συλλογική μετάνοια, ουσιαστικά δεν εξαγνίζουν αλλά δηλητηριάζουν την ψυχή τους με την ψευδαίσθηση της ελπίδας. Εύλογα διαπιστώνει κανείς πως η εκδικητική στάση του βρίσκεται σε πλήρη αντιδιαστολή με το χριστιανικό κήρυγμα περί καλοσύνης, φιλευσπλαχνίας, αδελφοσύνης, αλήθειας και συγχώρεσης.

   Δεν θα ήταν υπερβολή να θεωρηθεί ότι ο συγγραφέας τοποθετεί τον άνεμο της Κουπέλας στον αντίποδα του ευλογημένου Αγίου Πνεύματος. Στην προκειμένη περίπτωση το ανίερο πνεύμα, που σφυρίζει τα βράδια στην Κουπέλα, είναι η αντεκδίκηση των νεκρών λεπρών[109], που ήταν πια δαίμονες και νοσταλγούσαν[110]. Αυτή η ψυχή στο τελευταίο τρέμισμά της[111] -και όχι το τρίτο πρόσωπο του Θεού- σφύριζε δαιμονικά προστάγματα[112], που, αν δεν εισακούονταν, οδηγούσαν στο χαμό.

   Ένα σημαντικό κεφάλαιο που θεμελιώνει το αντικήρυγμα της Κουπέλας είναι το 57ο, με τίτλο Ας πούμε πως ήταν λάθος ο άνεμος[113], στο οποίο ο αφηγητής συνοψίζει όλα τα αντίστροφα αγγέλματα της δασκάλας, την οποία ανοιχτά πια χαρακτηρίζει διαβολική, κρίνοντας μάλιστα ότι όλη η ύπαρξή της υπήρξε ένα λάθος. Ακόμα κι αν είναι έτσι, όμως, εκείνος αλλά και οι υπόλοιποι μαθητές πιστεύοντάς την και ζώντας πλάι της, συμμετείχαν στο λάθος και μπήκαν σε ένα μονόδρομο χωρίς επιστροφή.

   Σε αυτό το σημείο ο αφηγητής εξομολογείται την αντίχριστη ζωή της Δομένικας και πετυχαίνει να διχάσει τον αναγνώστη σχετικά με την ακεραιότητα των λεγομένων του. Η αμφιβολία τίθεται γιατί η κατάθεση προέρχεται από έναν ευφάνταστο μαθητή δημοτικού, που είναι ερωτευμένος με τη δασκάλα του και όχι από των ώριμο αφηγητή. Ακόμη, πραγματοποιείται μια αναλογική και έμμεση αντιστοιχία με τα κείμενα των Ευαγγελίων, υπονοώντας πως η Γραφή μπορεί να μην είναι Αγία αλλά αυθαίρετη - αποτέλεσμα της ονειροπαρσία κάποιων μυημένων μαθητών. Ο συγγραφέας σπέρνει σκόπιμα την υποψία για την εγκυρότητα των πληροφοριών του αφηγητή σε μια ιστορία που εντάσσεται ούτως ή άλλως στη μυθοπλασία. Σκόπιμα σε αυτό το κεφάλαιο καταφεύγει στη συνολική θεώρηση και σύνοψη των έργων και ημερών της Δομένικας από τον αφηγητή, με απώτερο σκοπό να γεννήσει στον αναγνώστη το συνειρμικό ερώτημα: μήπως και τα κείμενα των Ευαγγελίων δεν αποτελούν παρά μια έντεχνη μυθοπλασία κάποιων ευφάνταστων συγγραφέων;

   Ο συγγραφέας, μέσα από τη φωνή του ομοδιηγητικού δραματοποιημένου αφηγητή, ανοίγει τα χαρτιά του και φανερώνει την κατευθυντήρια ιδέα που τον οδήγησε στη συγγραφή του βιβλίου:

 

υπάρχει καμία ιστορία που αν ψάξεις το διάβολο δε θα τον βρεις, το ξέρω, μπορεί να έγραψα μια αντεστραμμένη εκδοχή της παλιάς ιστορίας, όπου όλα τα σημάδια, το φωτεινό αστέρι, τα θαύματα, το Όρος των Ελαιών, ο Μυστικός Δείπνος, η Σταύρωση, όλα σου λέω, οδηγούν στον ακριβώς αντίθετο δρόμο, οδηγούν στον Κύριο του Κακού, εγώ θυμάμαι όμως τον Τζακ που έλεγε πως το καλό και το κακό είναι μονάχα λέξεις, κι ερμηνεύοντας τα σημεία, μπορείς εύκολα να καταλήξεις σε όποιο από τα δύο σε βολεύει, μπορείς εύκολα να βρεις σχέδια διαβολικά ή σχέδια σωτηρίας άμα το θες, όμως εγώ δεν πιστεύω στα σχέδια πια, σε αυτόν τον εφιάλτη κανείς μισεί και αγαπά χωρίς να είναι σίγουρος, σε αυτόν τον εφιάλτη η κυρία Δομένικα γύρεψε τις πιο μαύρες γωνίες και μοίρασε την ψυχή της στα ζώα του φόβου της, σε φίδια, αρουραίους, κοράκια και νυχτερίδες, και δεν πήρε τίποτε για αντάλλαγμα, κι όταν σφύριξε ο άνεμος, εκείνη χόρεψε μέχρι το τέλος.[114]

 Με αυτό τον τρόπο ξεκλειδώνει την πόρτα του συγγραφικού του εργαστηρίου και αποκαλύπτει πως κανείς αναλόγως με τη βούλησή του, μπορεί να σκαρφιστεί ή να ανακαλύψει σχέδια σωτηρίας ή χαμού.


ρον ρον σταύρωσον

 

   Η Δομένικα αποτελεί ενδεικτικό παράδειγμα μυθοπλαστικού χαρακτήρα που προσωποποιεί την αντιστροφή της ευαγγελικής αφήγησης, δεδομένου ότι στον τριαριδικό κόσμο ως αντίχριστος ορίζεται αυτός που δεν επιλέγει να σωθεί δια των άλλων αλλά να χαθεί δια του εαυτού. Αυτό το χαμό επιλέγει η δασκάλα οδηγώντας τον εαυτό της στην πιο μοναχική σταύρωση. Τη μέρα που ο έρωτάς της με την Τζίλντα συμπληρώνει εκατό μέρες, δίνεται οριστικά στο χαμό - ακριβώς όπως ορίζει η κατάρα της Μπαρμπακούλας.

   Το τέλος της Δομένικας αποτελεί το τελευταίο και αμετάκλητο επεισόδιο μιας παρατεταμένης εικοσιοχτάχρονης σταύρωσης ενός αθώου ανθρώπου, στον οποίο γονεϊκές επιλογές και χειρισμοί όρισαν να κουβαλά στην ψυχή το άχθος της ύπαρξης. Στην Κουπέλα περιγράφονται παραστατικά οι τελευταίες στιγμές της δασκάλας, που επιστρέφει στο λόφο της Κουπέλας -το δικό της Γολγοθά- για να πεθάνει. Η στιγμή του τελευταίου αποχαιρετισμού δίνεται από το στόμα του ανήλικου -κι όχι ώριμου- αφηγητή,  με λεπτομερή περιγραφή σαν να υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας· μάλιστα, παρουσιάζει την τελευταία κίνηση της δασκάλας τέτοια που να προσομοιάζει στον εσταυρωμένο:

 

   Κάποτε άνοιξε τα χέρια της διάπλατα, σαν να 'θελε να τον χωρέσει ολόκληρο στην αγκαλιά της, να τον φυλακίσει εκεί, να γίνει ένα με αυτόν, να φύγει μαζί του· έξαφνα έπαψε ολότελα ο φοβερός στρόβιλος του παρελθόντος και της κλεμμένης ζωής κι όλα έγιναν ένα ατέλειωτο παρόν, εδώ και παντού, όπως είχε χαράξει στο χώμα με ένα καλάμι δώδεκα μήνες νωρίτερα. Στο πρόσωπό της έφεγγε ένα χαμόγελο.[115]

    Επομένως, μπορεί εύλογα να αμφισβητηθεί η εγκυρότητα της ιστορίας, γιατί ο ανήλικος αφηγητής δεν μπορεί να υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων που παραθέτει. Και κυρίως δεν είναι δυνατό να γνώριζε με τόση ακρίβεια τα συναισθήματα της δασκάλας τη στιγμή του θανάτου της, από τη στιγμή που αυτά δεν εκφράστηκαν ρητά. Κι όμως προβαίνει σε γλαφυρές περιγραφές των αντιδράσεων και σκέψεων[116] της Δομένικας κατά τις τελευταίες της στιγμές στο λόφο και στη ζωή. Με αυτό τον τρόπο ενσπείρεται στον αναγνώστη η αμφιβολία σχετικά με την ορθότητα και την εγκυρότητα των χριστιανικών αφηγήσεων των Ευαγγελίων, που, όπως και στην Κουπέλα, καταγράφηκαν από πιστούς προς το δάσκαλο μαθητές.

   Ακολουθεί μια σύντομη αναφορά στο Σμαραγδένιο Πίνακα, το γνωστό ερμητικό κείμενο για το μυστικό της αρχέγονης ουσίας και την επερχόμενη ανακατασκευή του κόσμου. Αυτό κρίνεται απαραίτητο γιατί στην Κουπέλα χρησιμοποιούνται εννιά αποσπάσματα του κώδικα για την τιτλοφορία ισάριθμων κεφαλαίων του βιβλίου. Όμως ο συγγραφέας υπονομεύει τη μυστική αλχημιστική συνταγή που υπόσχεται το λυτρωτικό αναγραμματισμό της πλάσης· ενώ ο Σμαραγδένιος Πίνακας προμηνύει το σχέδιο σωτηρίας που θα ανοικοδομήσει τον κόσμο, στην Κουπέλα το κρυπτικό λογόγραμμα μετατρέπεται σε εργαλείο που προαγγέλλει το χαμό: οι αινιγματικοί τίτλοι συνοψίζουν τα μυστικά που συνθέτουν το θάνατο της Δομένικας και το περιεχόμενο των αντίστοιχων κεφαλαίων κλωθογυρίζει επίμονα γύρω από το θάνατο.

   Με τον τίτλο του 66ου και τελευταίου κεφαλαίου Ηinc erunt adaptiones mirabilis, quarum modus est hic[117] ο συγγραφέας συνομιλεί για τελευταία φορά με το Σμαραγδένιο Πίνακα: Από εκεί θα προέρχονται οι θαυμάσιες προσαρμογές, ο τρόπος των οποίων είναι αυτός, υποδεικνύει ο συγγραφέας, πριν αναφερθεί στην οριστική σταύρωση της Δομένικας. Κι αν στην ερμητική φιλοσοφία οι πιστοί καθοδηγούνται διαλογικά από τον Τρισμέγιστο Ερμή, για να αποκαλυφθεί κάποια αλήθεια που θα πολλαπλασιάσει τον κόσμο, στην Κουπέλα οι πιστοί μαθητές -και ειδικά ο αφηγητής- έχει αναλάβει την ευθύνη να πολλαπλασιάσει την αλήθεια της δασκάλας του, ακριβώς όπως έκαναν και οι Ευαγγελιστές για το Χριστό. Συγκεκριμένα, ο Ιωάννης παρουσιάζει τις τελευταίες διδαχές του Χριστού, αφού πρώτα δηλώσει πως ο Ιησούς έδειξε την αγάπη του ως το τέλος[118].

   Η αγάπη του Χριστού για το ανθρώπινο γένος σφραγίστηκε από τη λέξη τετέλεσται, σημαίνοντας την επιτυχή εκπλήρωση μιας αποστολής με στόχο τη σωτηρία των άλλων αλλά και του εαυτού στη μεταθανάτια ζωή. Αντίθετα, στην Κουπέλα την τελευταία λέξη δεν την έχει κάποιος σωτήρας αλλά ο δαιμονικός άνεμος, που αναλαμβάνει το ρόλο του ανόσιου πνεύματος. Η σταύρωση ολοκληρώνεται με την προσωποποίηση του ίδιου του θανάτου, που προστάζει το ύστατο φίλησε, οδηγώντας τη Δομένικα στην πτώση της στο ευτελές χώμα, δηλαδή στον οριστικό χαμό που δεν υπόσχεται καμία σωτήρια έκβαση.

 

Σχεδόν την ίδια στιγμή, ανάμεσα απ' τις μυγδαλιές, ακούστηκε το σφύριγμα του ανέμου να σχηματίζει το τελευταίο πρόσταγμα για κείνη. Ήταν μια λέξη χωρίς φόβο ή ελπίδα, χωρίς ερωτηματικό:

 

φίλησε

 

Μεμιάς τότε η κυρία Δομένικα έπεσε μπρούμυτα καταγής και φίλησε το χώμα της Φωλίτσας.[119]

 

να δούμε ποιος, ποιος, ποιος θα φαγωθεί.

    Η Δομένικα, επιλέγει να μεταγγίσει την αλήθεια της στην τελευταία της συνάντηση με τα παιδιά, με αφορμή την ερώτηση ενός μαθητή αν γίνεται κανείς να ακούσει το τρίξιμο των λουλουδιών που ανθίζουν[120]. Η ακεραιότητα των λεγομένων της προδικάζεται εμφατικά και από τον τίτλο του 56ου κεφαλαίου Verum, sine mendacio, certum et verissimum [121], καθώς ο συγγραφέας επιλέγει την πρώτη ρήση του Σμαραγδένιου Πίνακα, για να δηλώσει πως σε αυτό το σημείο η αλήθεια, δίχως ψεύδος, είναι κάτι βέβαιο και αληθέστατο.

   Οι αναφορές στον Άδη (η απάντηση της κυρίας Δομένικας ακούστηκε στ’ αυτιά μας σαν ένας ψίθυρος από τον κάτω κόσμο[122]) και την Κόλαση (δε μιλούσε άνθρωπος μα μια τσιτσιρισμένη κιόλας από τις φλόγες της κόλασης ψυχή[123]) δεν είναι παρά προσημάνσεις της επερχόμενης δήλωσης ότι για τη Δομένικα Παράδεισος και Κόλαση είναι ένα· μάλιστα η δασκάλα πιστεύει με βεβαιότητα ότι η αιώνια ζωή κρύβεται στα εσώτατα σκοτάδια της αέναης τιμωρίας:

 

το τρίξιμο των λουλουδιών που ανθίζουν μες στη νυχτερινή σιωπή... το ξυράφι που κάθε δειλινό ματώνει τον ορίζοντα... τους ανάποδους ανέμους των λανθασμένων καλοκαιριών... τα δάκρυα όσων τους βγάλαν τα μάτια... τους σκελετωμένους σκύλους που παγώσαν από το κρύο τη νύχτα... τα γινωμένα κεράσια που δώρισε ο πεινασμένος διαβάτης... την τυφλή κοπέλα που κανείς ποτέ δεν της πρόσφερε μία βιολέτα... όλα αυτά τα βρίσκει κανείς μονάχα αν τα γυρέψει στο στομάχι της κόλασης...[124]

 

   Η σκηνή του δείπνου καταβυθίζεται στο δυσδιάκριτο της ορατικής αδυνατότητας, πλάθοντας μια οπτική και οσφρητική εικόνα από το ατμοσφαιρικό σκοτάδι κεριών που σβήνουν ξαφνικά[125]. Κατά τη βέβαιη πεποίθηση των μαθητών, η προηγούμενη εξομολόγηση της Δομένικας είναι απόλυτα ειλικρινής, ακόμη κι αν και ταυτίζεται με το σκοτάδι που γεννά την κτηνωδία[126] κι όχι με το γνώριμο φως, που συνήθως συνοδεύει τη χριστιανική αλήθεια. Η δασκάλα προβαίνει στην τέλεση του θαυμαστού μυστήριο του μυστικού δείπνου, ξεκινώντας από το αναπόφευκτο συμπλήρωμα[127]· μια αλλόκοτη και μαγικά πολλαπλή σαρκική επαφή, που γονατίζει και έλκει ακαταμάχητα τα παιδιά:

 

φουσκωμένοι από την αλλόκοτη έλξη που ασκούσε εκείνη πάνω μας, σχεδόν μπουσουλήσαμε και βρεθήκαμε όλοι γονατισμένοι γύρω της, πολύ κοντά της, τόσο που τα γόνατά μας άγγιζαν τα γόνατά της. Τότε η κυρία Δομένικα άπλωσε τα χέρια της εμπρός κι αισθανθήκαμε τα ακροδάχτυλά της να αγγίζουν τα μάγουλα, τα χείλια μας, τα βλέφαρά μας - άραγε πού τα βρήκε τόσα χέρια για να αγγίξει δεκατρία πρόσωπα μαζί;[128]

 

   Το μοτίβο της γκάβλας επανέρχεται, καθώς η δασκάλα δεν πλένει τα πόδια των μαθητών προκαλώντας την ευλάβειά τους. Αντίθετα, βυθίζει τα άνηβα αγόρια σε μια πρωτόγνωρη προσπερματική υγρασία, που με τη σειρά της οδηγεί στη μοναδική εμπειρία μιας λάγνας εξαΰλωσης.

 

έχασα μεμιάς την αίσθηση των ορίων του σώματός μου, έγινα ολόκληρος μια υδάτινη μάζα που απλώθηκε κάτω κι ανακατεύτηκα με τους υπόλοιπους, και τότε ένιωσα για πρώτη μου φορά πως δεν ήμουν τίποτε, ούτε ύλη ούτε πνεύμα·[129]

 

Αυτή η ξεχωριστή στιγμή -θαύμα, μαγεία ή ψευδαίσθηση, σκόπιμα δε διευκρινίζεται από τον αφηγητή- τρέπει κάθε ένα μαθητή από ύλη και πνεύμα σε ένα στόμα που δαγκώνει[130] αχόρταγα. Το αδηφάγο στόμα των αγοριών γυρεύει το μικρό μαύρο νύχι της δασκάλας για να χορτάσει τη λύσσα του[131].

   Αξιοθαύμαστο είναι πως και οι δεκατρείς μαθητές την ίδια στιγμή δαγκώνουν, κατατεμαχίζουν και τελικά καταπίνουν το μαύρο διαβολικό νύχι[132] της αγαπημένης δασκάλας. Παράλληλα, τη στιγμή αυτού του άλλου δείπνου, τα παιδιά νιώθουν να ξεψυχούν και να χάνονται σε μια δίνη μεταμορφώσεων, κατά την επιταγή της τριαριδικής γκάβλας, η οποία δομείται στο τρίπτυχο διέγερσης, χαμού και μεταμόρφωσης.

 

Και πράγματι, κάποτε το μικρό δάχτυλο του αριστερού χεριού της διέγραψε τη γραμμή των χειλιών μου, την πίεσε, σχεδόν εκπόρθησε το στόμα μου, ηλέκτρισε το εσωτερικό του πάνω χείλους κι αίφνης μια υπέροχη παράφορη νοσταλγική γλύκα με κυρίευσε, μια ηδονή που κάτι της έλειπε για να ολοκληρωθεί απόλυτα... Τότε δάγκωσα με όλο μου το είναι το νύχι της, εκείνο το μακρύ μαύρο νύχι με το οποίο ξεκλείδωνε τις κλειδαριές στα όνειρά της, το δάγκωσα και δεν ήμουν τίποτε άλλο εκτός από το στόμα που δάγκωνε - στ' αλήθεια, αισθανόμουν ότι μου 'βγαινε η ψυχή με το λυσσαλέο εκείνο δάγκωμα, κι ο κόσμος γέμιζε από λουλούδια που αιμορραγούσαν, υπερμεγέθη αλλόκοτα πουλιά που 'χανε κρεμασμένα απ' το λαιμό τους φίδια, γυμνούς ανθρώπους αρσενικοθήλυκους με μπλαβιασμένη σάρκα που σμίγαν με πιθήκια που στρίγκλιζαν, χιλιάδες ποντίκια δεμένα το ένα με τ' άλλο απ' τις ουρές τους που έτρεχαν - ένα μαύρο νύχι κοφτερό σαν νυστέρι που τις νύχτες έκοβε τις καρωτίδες των μωρών που κοιμούνταν, το δάγκωσα αυτό το νύχι, κι όταν εκείνη τράβηξε απαλά το δάχτυλό της, αυτό ήταν ακόμη ανάμεσα στα δόντια μου, το είχα κόψει, κι αμέσως το ξαναδάγκωσα, ξανά και ξανά, με λύσσα, μέχρι που έγινε μικρά κομμάτια κι έπειτα τα κατάπια όλα μαζί. Μονάχα τότε γαλήνεψα και σιγά σιγά άρχισα και πάλι να αισθάνομαι το κορμί μου.[133]

 

Αυτό το μέρος του σώματός της, το μικρό μαύρο νύχι, ακόμα κι αν κατατρώγεται δεκατρείς φορές, όχι μόνο δεν τελειώνει αλλά παραμένει αρκετά αιχμηρό, ώστε να χαράξει το ίδιο βράδυ το νούμερο εξήντα εννιά -δηλωτικό των ημερών που της απομένουν- σε μία από τις αμυγδαλιές του λόφου των αδικοχαμένων λεπρών.

   Στην Κουπέλα, σε όλη τη διάρκεια του μυστικού δείπνου, σε αναντιστοιχία με το Χριστό που κρίνει και προμηνύει την προδοσία[134], νουθετεί[135], παραδειγματίζει[136], διδάσκει την ευτυχία[137] και υπόσχεται σωτηρία από τις αμαρτίες[138], η Δομένικα δεν ενδιαφέρεται να αποτελέσει παράδειγμα προς μίμηση για τους πιστούς μαθητές ούτε να ασκήσει κάποιου είδους επιρροή. Κι αν οι δύο δείπνοι μοιράζονται το επίθετο μυστικός, είναι γιατί στη βάση αμφότερων εδράζεται η μύηση. Όμως, η αντίχριστη της Κουπέλας δε σφραγίζει με αίμα καμία Διαθήκη· μόνο με την ύπαρξή της, χωρίς καν λόγια, μυεί τα παιδιά σε μια πρόβα θανάτου, που δεν είναι άλλη από το ξεψύχισμα της ερωτικής διέγερσης.


Ιωάννης και Ιούδας ες σάρκαν μίαν

 

   Ο αγαπημένος μαθητής του Χριστού σύμφωνα με τα Ευαγγέλια είναι ο Ιωάννης, που πιθανότατα ήταν και συγγενής του Ιησού από την πλευρά της μητέρας του. Είναι γνωστό πως ο Ιωάννης αφοσιώθηκε στο Χριστό από την πρώτη στιγμή που εκείνος τον κάλεσε ανοιχτά να δει που μένει[139]. Από τότε ο Ιωάννης επέδειξε υπακοή και μαθήτευσε με πάθος και πίστη δίπλα στον Ιησού, ο οποίος του ενστάλαξε τη θεία χάρη, για να συνεχίσει τα θαύματα[140] και το κήρυγμα[141] του δασκάλου μετά τη σταύρωση.

   Οι αναφορές των Ευαγγελίων παρουσιάζουν τον Ιωάννη παρόντα στις πιο σημαντικές στιγμές του Χριστού, όπως είναι η Μεταμόρφωση[142], η αγωνιώδης προσευχή στη Γεσθημανή[143], η Σταύρωση[144] και το Κενό μνημείο[145]. Ενώ ενδεικτικές της στενής σχέσης μαθητή και δασκάλου είναι οι παρορμητικές, αυθόρμητες και ίσως ανάρμοστες απαιτήσεις του Ιωάννη κατά τη διάρκεια του Δείπνου, για να μάθει το όνομα του προδότη[146] αλλά και στα Ιεροσόλυμα, όπου ζητά να έχει πρωτοκαθεδρία στην ένδοξη βασιλεία του Χριστού[147].

   Από τη μια πλευρά ο Ιωάννης του Ευαγγελίου δίνει θεία υπόσταση στο δάσκαλό του σε ένα καθόλα ομολογιακό κείμενο πίστης[148]. Από την άλλη στην Κουπέλα ο αγαπημένος μαθητής είναι ένα σύνθεμα προσώπων και ιδιοτήτων. Αυτό συμβαίνει γιατί ο συγγραφέας δε δημιουργεί χαρακτήρες συμπαγών όγκων καλού ή κακού αλλά ανθρώπινους τύπους βουτηγμένους στη μεταβαλλόμενη συνείδηση. Τέτοιος είναι και ο Γιώργος, φαινομενικά ο αγαπημένος και πιο πιστός μαθητής της Δομένικας, που όμως είναι ερωτευμένος μαζί της με αποτέλεσμα το εγωιστικό πάθος του έρωτα να μολύνει την ανιδιοτέλεια της αγάπης.

   Η Δομένικα αναθέτει στο Γιώργο τη στερνή επιθυμία[149], όπως έκανε και ο Χριστός με τον Ιωάννη χρίζοντάς τον ψυχογιό της Παναγίας. Συγκεκριμένα, η δασκάλα ζητά από το μαθητή κάθε χρόνο τη μέρα του Ευαγγελισμού να δίνει ένα φιλί στη μητέρα της - επιθυμία που ο Γιώργος εκπληρώνει μόνο μία φορά, γιατί την επομένη η Αύρα είναι εξαφανισμένη. Όμως ο ρόλος του Γιώργου στην Κουπέλα είναι σύνθετος, καθώς δεν περιορίζει τη σχέση στην πίστη και στην αφοσίωση προς τη δασκάλα· είναι απροκάλυπτα ερωτευμένος με αυτήν και γυρεύει το φιλί της σε κάθε ευκαιρία.

 

ο Γιώργος (…) δε σκεφτόταν τίποτε απ' όλα αυτά παρά μόνο το να κολλήσει τα χείλη του στο μαύρο μετάξι που άγγιξαν τα χέρια εκείνης[150]

 

   Από την πλευρά της η Δομένικα δεν ανταποκρίνεται στον έρωτα του αγοριού ενώ του αρνείται επίμονα ακόμα και το φιλί. Αυτόματα γεννιούνται δύο συνειρμοί: η Δομένικα με την άτεγκτη στάση της προς το Γιώργο θέλει να προλάβει κάποιο φιλί προδοσίας ενώ, αναθέτοντάς του να φιλήσει τη μητέρα της, Αύρα, υποκαθιστά τη μεταξύ τους ματαιωμένη ένωση. Ο αναγνώστης βρίσκεται σε αμηχανία στην προσπάθειά του να ερμηνεύσει την επιμονή του Γιώργου για το φιλί της δασκάλας συγχύζεται· στο πρόσωπό του ερωτευμένου αγοριού παύει να βλέπει τον πιστό Ιωάννη και διακρίνει τον πωρωμένο Ιούδα, που στο φιλί γυρεύει την ένδειξη της προσυμφωνημένης προδοσίας.

   Στο σημείο αυτό η αντεστραμμένη αφήγηση των ευαγγελικών όρων απελευθερώνει την ανθρώπινη βούληση από μανιχαϊστικούς σκελετούς και το μυθιστόρημα από τη συνεκτική αφήγηση. Αν στην ευαγγελική παράδοση το φιλί του Ιούδα είναι το πιο απαραίτητο στοιχείο για την εκπλήρωση της θεϊκής αποστολής, η άρνηση της Δομένικας εύλογα αποτελεί σημάδι αντίστασης στο προκαθορισμένο σχέδιο, γιατί αρνείται να τοποθετήσει έναν αθώο στη θέση του καταλυτικού μεσάζοντα, ακόμα κι αν ο ίδιος προσφέρεται και το επιδιώκει εξακολουθητικά[151].

   Στο 30ο κεφάλαιο η Δομένικα χαράσσει με ένα καλάμι στο χώμα της Φωλίτσας τη φράση ΕΔΩ ΚΑΙ ΠΑΝΤΟΥ[152],  αναφερόμενη στη συνάντησή της με τον -συνυφασμένο με τον έρωτα- θάνατο, και η ερωτική ανάγκη του Γιώργου βρίσκει αφορμή για να ξεσπάσει:

 

μόλις η δασκάλα μας έγραψε αυτές τις λέξεις, αμέσως πετάχτηκε ο Γιώργος φωνάζοντας, έξαλλος από έρωτα, ζώντας στο δικό του κόσμο: «κυρία, δώσε μου τούτο το καλάμι... Είμαστε πια μαζί... Θα γίνεις γυναίκα μου... Θα γράφουμε πια μαζί στο χώμα... κρατώντας το και οι δυο...»[153]   

 

Το παρορμητικό αγόρι αντιδρά σπασμωδικά ζητώντας από τη δασκάλα να μοιραστεί το κληρωμένο φορτίο αλλά εκείνη δεν ανταποκρίνεται στο αυθόρμητο κάλεσμα, γιατί είναι αποφασισμένη να πιει μόνη της το ποτήριον που της δόθηκε. Τον αγνοεί επιδεικτικά και εκστασιασμένη δίνεται με έναν παράφρονα χορό στον άνεμο[154]:

   Ο Γιώργος, που όπως κάθε ερωτευμένος θέλει την προσοχή του αντικειμένου του πόθου του, κατακεραυνώνεται από την αδιάφορη στάση της Δομένικας και χάνει τον αυτοέλεγχό του[155]. Η ψυχική κατάσταση του ερωτευμένου παιδιού θυμίζει το μαθητή που πρόδωσε το Χριστό· ο Γιώργος, σε αντιστοιχία με τον ανεξέλεγκτο Ιούδα, χάνει την αυτοκυριαρχία του και προβαίνει σε ανεξήγητες συμπεριφορές[156].

   Σε αυτό το σημείο κρίνεται απαραίτητο να αναφερθεί πως ο συγγραφέας στα μελένια λεμόνια δομεί έναν Ιούδα[157] που υποφέρει από έρωτα, όπως και ο Γιώργος της Κουπέλας, και φτάνει να προδώσει τον αγαπημένο του δάσκαλο, γιατί το επιβάλλει η στρεβλή ψυχοπαθολογία του κι όχι κάποιος ανώτερος σκοπός. Μάλιστα, επιστρατεύεται εκ νέου το μοτίβο του απαγορευμένου φιλιού που σκοτώνει, σε αντιστροφή της χριστιανικής αφήγησης που θέλει τον Ισκαριώτη να σκοτώνει τον Ιησού· ο Χριστός φιλά τον Ιούδα και αυτός ξεψυχά[158]

   Είναι γεγονός πως και στην Κουπέλα ο Γιώργος φλερτάρει με το θάνατο προκειμένου να τονίσει ότι αγαπάει τη Δομένικα τόσο που η ζωή του της ανήκει[159]. Μάλιστα, δε διστάζει να φτάσει στην κατ’ εικόνα αυτής αντι-θυσία του αποκεφαλισμού[160], ακόμα κι αν αυτός -σε αντίθεση με τον απαγχονισμό του Ιωάννη- τελικά αποτρέπεται. Αυτές οι ακραίες λατρευτικές εκδηλώσεις δε γεννούν κανένα παραλληλισμό με την δοτική ταπεινή -κι όχι επιδεικτική- αγάπη του Ιωάννη προς το Χριστό, που στην Κουπέλα φαίνεται να εκπορεύεται από τον αφηγητή.

   Ο δραματοποιημένος αφηγητής του μυθιστορήματος είναι παρών στη μυστηριώδη ζωή της δασκάλας, ακριβώς όπως ο Ιωάννης των Ευαγγελίων παρίσταται στις σημαντικότερες στιγμές του Χριστού. Είναι ομοδιηγητικός και με εσωτερική εστίαση περιγράφει γλαφυρά όλα τα επεισόδια της ζωή της Δομένικας, δίνοντας πραγματική διάσταση σε πρόσωπα, μέρη και γεγονότα που υπό άλλες συνθήκες θα συνιστούσαν φαντασιοκοπίες. Με τη μορφή γραπτής εξομολόγησης γνωστοποιεί εμπιστευτικά στην αγαπημένη του τα μυστικά κομμάτια που συνέθεσαν τη ζωή της δασκάλας, όπως ο Ιωάννης παραπέμπει σε παραβολές και θαύματα για να ομολογήσει στους χριστιανούς την ακλόνητη πίστη του στην ενσαρκωμένη ύπαρξη του θεανθρώπου. Μάλιστα, στο τελευταίο κεφάλαιο εμφανίζεται να γνωρίζει τόσο καλά τη Δομένικα, που διεισδύει στην ψυχή της και απαριθμεί όλες τις εικόνες που περνούν από το μυαλό της λίγο πριν πεθάνει:

 

ο ήλιος που μαύριζε τα μεσημέρια, το ολόγιομο φεγγάρι που λιγοστεύει, το μπισίκι που κλείνει, το μαχαίρι που καρφώνει την καρδιά, το φιλί που παίρνει τη ζωή απ' το σώμα -κι ο άνεμος σφύριζε-, το τραγούδι των λεπρών, τα δάκρυα του δαίμονα, οι σπασμοί των ερώτων, οι υποσχέσεις «ποτέ» ή «αιωνίως», τα ψέματα, οι παρακλήσεις, οι ικεσίες, το δάγκωμα των δαχτύλων -κι ο άνεμος σφύριζε-, οι ματιές που έκαιγαν, τα μακριά νύχια που χάραζαν τους κορμούς των δέντρων, οι μαργαρίτες, που αντί για πέταλα έβγαλαν ξυράφια, και το πέπλο που σκεπάζει το πρόσωπο[161]

 

   Τέλος, στο 62ο κεφάλαιο του βιβλίου ο αφηγητής εξομολογείται τους λόγους που καταθέτει την ιστορία της Δομένικας στην αγαπημένη του:

 

εσύ ακούς δίχως καμιά ευθύνη (…) γι’ αυτό αφηγούμαι, για να κερδίσω επιτέλους το κρίμα, το κρίμα μ ο υ[162]

 

Σε αντίθεση με τους Ευαγγελιστές που κατέγραψαν τη ζωή και τα έργα του Χριστού για να τον δικαιώσουν και να ομολογήσουν την πίστη τους διεκδικώντας μια θέση στην αιώνια βασιλεία, ο αφηγητής της Κουπέλας παρουσιάζεται να έχει πιο ιδιοτελή κίνητρα. Δεν αφηγείται την ιστορία για να αναγνωρίσει και να διαδώσει τη  χαρισματική φύση της δασκάλας του ούτε για να αποδείξει την πίστη του προς αυτή - ακόμα κι αν αυτό επιτυγχάνεται αναπόφευκτα.

   Ο μαθητής παραδέχεται πως εξιστορεί τα γεγονότα γιατί επιθυμεί διακαώς να κερδίσει το κρίμα του: την αξιόμεμπτη πράξη κόντρα στις θείες και ηθικές επιταγές. Η κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση με τη Δομένικα συμπεριφορά επιβεβαιώνεται στην αρχή του επόμενου κεφαλαίου· ο μαθητής γυρεύει το κρίμα που του αναλογεί και μάλιστα βιάζεται να συναντηθεί[163] μαζί του. Αντίστοιχα πράττει και η δασκάλα, που ενώ μπορεί να απομακρυνθεί από την αμαρτία, όχι μόνο δεν την αποφεύγει αλλά επιδιώκει να τη συναντήσει. Το αντιάγγελμα έγκειται στο ότι η Δομένικα και ο πιστός μαθητής δε δίνονται στη σωτηρία αλλά στην δική τους ξεχωριστή αμαρτία, που θα οδηγεί στον ατομικό χαμό χωρίς να συνδέεται με το προπατορικό αμάρτημα.

 

 

Λάβετε φάγετε

 

   Η Θεία Ευχαριστία θεωρείται το σημαντικότερο από όλα τα χριστιανικά μυστήρια, όχι μόνο γιατί είναι θεοσύστατο αλλά και γιατί με την τέλεσή του οι πιστοί πετυχαίνουν τη μυστική ένωση με το Χριστό και τη συμμετοχή τους στο σώμα της εκκλησίας. Το μυστήριο καθιερώθηκε ως το σπουδαιότερο και πιο θαυμαστό, γιατί τη στιγμή που πραγματοποιείται, επαναλαμβάνεται η σταυρική θυσία και  με έναν απόκρυφο τρόπο ο οίνος και ο άρτος μεταβάλλονται σε αίμα και σώμα του Χριστού.

   Η θεία κοινωνία καθιερώθηκε να καλείται Ευχαριστία, γιατί μέσω αυτής της προσφοράς ο Χριστός εκφράζει την ευγνωμοσύνη του προς τον Πατέρα και οι πιστοί εκδηλώνουν τη λατρεία του προς τον ευεργέτη Χριστό, που θυσιάστηκε μαρτυρικά για χάρη τους. Η συμμετοχή στο μυστήριο προϋποθέτει τη βάπτιση αλλά και τη νηστεία, την εξομολόγηση και τη μετάνοια· διαδικασίες που οι πιστοί εκτελούν με πειθαρχία πριν τη συνεστίαση, για να είναι σωματικά και πνευματικά προετοιμασμένοι και άξιοι να μεταλάβουν τον Κύριο αλλά μερικώς και τον εαυτό τους, εφόσον ο βαπτισμένος αποτελεί μέλος του Χριστού.

   Στην Κουπέλα ανατρέπεται ο ιερός χαρακτήρας της κοινωνίας αποκτώντας τρεις καινούριες βασικές ιδιότητες - αυτές της γκάβλας: διεγείρει αυτούς που τη μεταλαμβάνουν[164], οδηγεί στο κατώφλι του θανάτου (για να τον υπερβεί)[165] και μεταμορφώνει[166]. Συγκεκριμένα, ενώ τα παιδιά κάθονται σε ένα νταμάρι, βλέπουν τη δασκάλα τους να πλησιάζει με ένα βάζο γλυκό βατόμουρο, φτιαγμένο από εκείνη, με σκοπό να τους μεθύσει με τον γλυκό εφιάλτη της δαιμονικής γκάβλας[167].

   Η παραισθησιογόνα[168] μετάληψη της Κουπέλας ταυτίζεται με το κακό και την αμαρτία· το γλυκό βατόμουρο που κοινωνούν οι μαθητές έχει παρατεταμένη δράση και μετουσιώνεται σε διχαλωτή γλώσσα, που ενσπείρεται στο παιδικό οργανισμό [169], ενσαρκώνεται[170] και ξεχειλίζει, για να λεκιάσει σαν αίμα:

 

Τότε το γλυκό άρχισε να κυλάει από τα χείλια μου στο πιγούνι μου και μετά στο λαιμό μου... Μέχρι να φτάσω στην αλάνα του σχολείου, είχε γεμίσει το πουκάμισο και το παντελόνι μου κι έσταζε απ' τα μπατζάκια μου· ωστόσο δεν αισθανόμουν άσχημα πια, μονάχα απορούσα πώς χώρεσε τόσο γλυκό στην κοιλιά μου. Στην αλάνα με περίμενε μια ακόμη έκπληξη: όλοι οι φίλοι μου ήταν πασαλειμμένοι με γλυκό βατόμουρο όπως εγώ... Όταν ακούστηκε το καμπανάκι με κυρίευσε μια ανεξήγητη χαρά· ας έλεγε ό,τι ήθελε ο Κερατένιος για το λερωμένο μου πουκάμισο, είχα κρατήσει για μια νύχτα στο στομάχι μου την κομμένη διχαλωτή γλώσσα του πιο θελκτικού και συνάμα του πιο μιαρού τέρατος, και δεν ήταν λίγο αυτό... Και -ω του θαύματος- όταν σταθήκαμε στη γραμμή, ο Κερατένιος βλέποντάς μας είπε χαμογελώντας γλυκύτατα -λες και του 'χαν κάνει μάγια- «τι όμορφα πουκάμισα που φοράτε σήμερα!»· δίπλα του η κυρία Δομένικα μας έκλεισε το μάτι.[171]

 

 

Η διχαλωτή γλώσσα παραπέμπει στο φίδι του προπατορικού αμαρτήματος κι επανέρχεται στην Κουπέλα, όταν η Δομένικα φιλάει τους μαθητές, τοποθετώντας ένα μαυρισμένο γυαλί ανάμεσα στα χείλη τους, για να μην τους σκοτώσει.

 

ένα κόκκινο τυφλό φίδι τινάχτηκε σαν φλόγα, έσπασε το γυαλί και μπήκε στο στόμα μου, γλίστρησε γλυκά στο φάρυγγά μου και μόλις έφτασε στο στομάχι με τσίμπησε μ' όλο του το φαρμάκι· ένιωσα μια φριχτή σουβλιά στα σωθικά μου κι έπεσα κάτω.[172]

 

   Συμπερασματικά, η κοινωνία στην Κουπέλα είναι αντίθεη· δε λειτουργεί ως ανάμνηση θυσίας[173] που γεννά χρέος στους πιστούς δεσμεύοντάς τους ψυχικά στο όνομα μίας Διαθήκης[174]. Η Ευχαριστία της Δομένικας προξενεί σαρκική απόλαυση και ψυχική υπερδιέγερση, ευχαριστώντας μόνο τις αισθήσεις αυτού που την μεταλαμβάνει χωρίς να κοινωνεί κάποια ανώτερη μεσσιανική δύναμη. Επίσης, δεν τελείται υπό τον όρο να δοκιμάσει την αξιότητα του πιστού ούτε προϋποθέτει σωματική ή πνευματική προετοιμασία. Τέλος, δεν υπόσχεται ανάσταση[175] ή μελλοντική σωτηρία[176], καθώς αυτό που επιδιώκεται είναι ο χαμός στη δίνη εκείνων των εσώτερων ενστίκτων, που διεγείρουν τη φυσιολογία και διακτινίζουν το πνεύμα σε μια βιωμένη στιγμή αιωνιότητας μέσα στο παρόν.

 

  

Κεφάλαιο 4. Η άρνηση του σχεδίου

 4.1. Ο αποσχηματισμός και το αντιστάθμισμα του ανέμου

    Στα προηγούμενα κεφάλαια έγινε η προσπάθεια θέασης της Κουπέλας ως μια ανορθόδοξη διαδρομή αποδιοργάνωσης των χριστιανικών σχημάτων που είχαν κανονικοποιηθεί από τα Ευαγγέλια. Έγινε φανερό πως πρωτοπόρος αυτού του αποσχηματισμού είναι η πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματος Δομένικα. Η εκστατική δασκάλα -σε αντίθεση με το Χριστό, που παρουσιάζεται ως ο αμνός του Θεού, που παίρνει το βάρος των αμαρτιών από τους ανθρώπους[177]- δεν πιστεύει σε ηθικοποιητικές νόρμες. Ενώ ο Χριστός παρουσιάζεται να προειδοποιεί τους πιστούς να απομακρυνθούν από αμαρτωλές πράξεις για να αποφύγουν τη θεία δίκη[178], η Δομένικα δεν εμφανίζεται καμία στιγμή να θεωρεί πως ο χαμός οφείλεται στην ακόλαστη ζωή· γι’ αυτό και δεν κρίνει τους ανθρώπους με βάση την τήρηση των χριστιανικών κανόνων ούτε τους διαχωρίζει σε αμαρτωλούς και μη.

      Η αντίχριστη δασκάλα ζει βαθιά βουτηγμένη στη θνητότητα, καθώς κανένας θεός δεν της δίνει καθολική εξουσία[179] ούτε την χρίζει ανώτερη πάντων[180]. Πρωτογενώς, το αντιάγγελμα συνίσταται στην τάση της Δομένικας να διασφαλίζει τον αυτοπροσδιορισμό της·  ενώ ο Χριστός δεν μπορεί να κάνει τίποτε από μόνος του[181], εκείνη δεν ετεροκατευθύνεται από κανέναν, καθώς δεν επιζητά να ικανοποιήσει το θέλημα εκείνου που την έστειλε[182] αλλά του ανέμου. Με την παραφορά που χαρακτηρίζει τη ζωή της έλκει και συσπειρώνει τους μαθητές γύρω της. Τα παιδιά -όντας ερωτευμένα μαζί της- μυούνται στην αλλόκοτη ανιδιοτέλεια της Δομένικας και δεν πιστεύουν σε αυτήν από συμφέρον -επειδή η σάρκα της είναι αληθινή τροφή ή το αίμα της αληθινό πιοτό που οδηγεί στην αιώνια ζωή[183]- αλλά από αγάπη.

   H Δομένικα δεν υπόσχεται πνευματικό κορεσμό[184] στους μαθητές παρουσιάζοντας τον εαυτό της ως πόρτα για τα πρόβατα[185] ή καλό βοσκό που θυσιάζει τη ζωή του για χάρη των προβάτων[186]. Αντίθετα, διάγοντας μια ζωή υποταγμένη στο θρίαμβο της σάρκας, ερεθίζει την ψυχή, το μυαλό αλλά και την παιδική φυσιολογία των αγοριών, που εύλογα μυούνται στην αποθέωση μιας ζωής χωρίς σκοπό. Από την άλλη o Χριστός -σύμφωνα με τα Ευαγγέλια- προβαίνει σε μεσσιανικά μηνύματα δηλώνοντας πως αυτός είναι το ζωογόνο ψωμί[187], με αποτέλεσμα οι ακόρεστοι άνθρωποι να αδράξουν την ευκαιρία να τον φάνε.

   Δε θα ήταν υπερβολή να θεωρηθεί ότι η Δομένικα συνεχίζει το φλερτ που ξεκίνησε η μητέρα της με το θάνατο. Εξάλλου, η Αύρα, όσο καιρό θεωρεί πως η Μπαρμπακούλα την προορίζει για θυσία στο Διάβολο, προσφέρεται ολοκληρωτικά στην ασυδοσία της μάγισσας και ερεθίζεται κατά την αναμονή του τέλους, καθώς πιστεύει πως η θυσία αυτή θα την αρτιώσει:

 

για την Αύρα δεν υπήρχε τίποτε πιο ηδονικό από κείνη την αίσθηση. Η Αύρα δεν πίστευε μήτε στην ελευθερία μήτε στην αγάπη της Μπαρμπακούλας, μα εκείνη η τυφλή υποταγή στις βουλές της μάγισσας, η αδιαμαρτύρητη αναμονή του θανάτου, η ολοκληρωτική εξάρτηση απ' την απεριόριστη ελευθερία κάποιου άλλου έκαναν την καρδιά της να σκιρτά τόσο δυνατά, που ένιωθε πως μια τέτοια θυσία θα ήταν η απόλυτη ολοκλήρωσή της[188].

 

Η διαφορά της κόρης από τη μητέρα είναι ότι η τελευταία επιλέγει τη μοίρα της ενώ η Δομένικα εγκλωβίζεται στην επιλογή του γονέα που θεωρεί ότι τ’ αγέρι του θανάτου είναι το πιο μαγευτικό[189] και εμμέσως καταδικάζει την αθώα και τραγική κόρη στο θάνατο[190].

   Ενώ στο κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο ο άνεμος πνέει όπου θέλει και οι γεννημένοι από το Πνεύμα άνθρωποι ακούν τη βοή του χωρίς να ξέρουν από ποια κατεύθυνση έρχεται και που πηγαίνει[191], στην Κουπέλα η Δομένικα γεννιέται από αίμα γυναίκας και τον απαγορευμένο πόθο άντρα[192]. Συγκεκριμένα, έρχεται στη ζωή από οργανικές εκκρίσεις ψυχοκόρης και γιου μάγισσας· δηλαδή, δεν είναι ευλογημένη από το Πνεύμα αλλά στεφανωμένη από το κάλεσμα του ανέμου: την γκάβλα που ζωογονεί και συγχρόνως οδηγεί στο θάνατο.

   Είναι γεγονός πως ο χαρακτήρας της Δομένικας δομείται πάνω στην τραγικότητα αλλά και σε ασαφείς -και γι’ αυτό διασπάσιμους- αξιακούς κώδικες, που δεν είναι ηθικοπλαστικοί αλλά καθορίζονται από ρευστότητα και παρόρμηση. Σχετικά ο συγγραφέας αναφέρει ότι

 

Οι άνθρωποι: δοσμένοι στην ευκολία με την οποία είμαστε έτοιμοι να προσδιορίσουμε ένα συμπαγές κακό απέναντί μας, και στη συνέχεια να αυτοπροσδιοριστούμε εμείς ως το συμπαγές καλό που θα πολεμήσει τούτο το κακό... Αυτές είναι οι θρησκείες μας, αυτή είναι η τάξη μας: ένα εμείς που ηθικοποιεί τον πληθυντικό αριθμό. Η τραγωδία είναι ακριβώς το αντίθετο από τούτο το εμείς: το λιώσιμο των συμπαγών όγκων. Οι άνθρωποι απομένουν μόνοι τους: προτού τους φάει ο θάνατός τους, θα δοκιμάσουν μια μοιραία δαγκωμασιά.

 

Όλη η ζωή της Δομένικας μοιάζει με ιεροτελεστία ενός παρατεταμένου αποχαιρετισμού στον οποίο συμμετέχει έχοντας διττό ρόλο: θύτη του εαυτού και θύματος συγχρόνως. Καθοδηγείται από την πυξίδα των αισθήσεων και με έναν παράδοξο τρόπο καταφέρνει να δεσμεύει αυτούς που τη συναναστρέφονται την ίδια στιγμή που τους δείχνει το δρόμο προς μια αλλόκοτη μορφή προσωπικής ελευθερίας. Η σχέση της Δομένικας με τους μαθητές δε βασίζεται στη διδαχή αλλά στη διέγερση. Μέσω αλλόκοτων παιχνιδιών ερεθίζει το μυαλό, την ψυχή και το σώμα τους ενώ ενσπείρει μέσα τους ως μοναδικό θεό το δάκρυ που γεννά η επίγνωση πως ο αγώνας για να κερδηθεί η ζωή είναι χαμένος.

   Στην Κουπέλα η σωτηρία δεν έχει θέση και η αγάπη -σε αντίθεση με το φόβο που δεν τελειώνει ποτέ- είναι πεπερασμένη και δεν αποτελεί το δρόμο προς την αιώνια ζωή. Το κάλεσμα που μαγνητίζει τους μαθητές δεν είναι θείο αλλά ερωτικό και οδηγεί σε ένα σκοτεινό παιχνίδι μεταμόρφωσης και αυτοκαταστροφής: τη γκάβλα που είναι δίδυμη του χαμού. Η πολυπρόσωπη κτηνώδης και οργιαστική ηδονή λειτουργεί παράδοξα και αντιφατικά, καθώς λυτρώνει τη Δομένικα από το θάνατο ωθώντας την όλο και πιο κοντά του. Στο μυθιστόρημα η ύπαρξη δικαιώνεται από τα υλικά της θνητότητας -τη σάρκα, τα δάκρυα, τα πάθη, τα όνειρα και τα μυστικά- και όχι χάρη στην καταλυτική παρέμβαση κάποιου εξυγιαντικού μεσσία.

   Κι αν στα Ευαγγέλια η αλήθεια ταυτίζεται με το θεάνθρωπο και σώζει τους πιστούς, στην Κουπέλα η απουσία της προοπτικής αιωνιότητας καθιστά το ψέμα βολικό. Η απόκρυψη της αλήθειας ή η ανασκευή της κρίνονται απαραίτητες για να αντέξουν οι ζωντανοί την απώλεια αυτού που αγαπούν και δε θα ξανασυναντήσουν. Η Κουπέλα προβάλλει μια ομοιοπαθητική στάση ζωής, που είναι αναπόφευκτη για όποιον παίρνει την υπεύθυνη απόφαση να αντισταθεί στο οριστικό. Η άρνηση του αμετάκλητου ωθεί σε μια παράφορη ζωή με προορισμό το χαμό, ενώ η παρήγορη υπόσχεση επιστροφής απουσιάζει, γιατί κρίνεται τυραννική καθώς φορτώνει με ηθικά χρέη τους ζωντανούς.

 

 

4.2. Άρνηση του σχεδίου: γκάβλα - το τρίπτυχο χαμού, ερεθισμού και μεταμόρφωσης.

    Είναι γεγονός ότι στην Κουπέλα η γκάβλα αποτελεί το θεμελιώδες αντιάγγελμα που οδηγεί στην άρνηση του ευαγγελικού σχεδίου και συνδέεται με τη βεβαιότητα του χαμού, τον ερεθισμό της ψυχής που προεκτείνεται αυτόματα στη σωματική διέγερση αλλά και το μεταμορφωσιακό αίτημα της φαντασίας. Στο 3ο κεφάλαιο εκτέθηκαν παραδείγματα αντιστροφής των ευαγγελικών αφηγήσεων, που αρνούνται το μεσσιανικό πλάνο και αποκαλύπτουν πως κατευθυντήρια αρχή αναψηλάφησης του ευαγγελικού σύμπαντος δεν είναι η ζωή αλλά η αντίστροφη κίνηση: η ενόρμηση θανάτου που κατά το Φρόιντ δεν ενώνει αλλά καταστρέφει τα πάντα.

   Η κεντρική ηρωίδα της Κουπέλας ορίζει ως βασική προϋπόθεση ζωής την ύπαρξη μέσα στη δίνη της ανθρώπινης ήττας και της πτώσης, που παράλληλα αποτελεί έλξη για τη ζωή. Η Δομένικα προτείνει το χαμό μέσα στη γκάβλα ως μοναδικό τρόπο άμβλυνσης του πόνου, που γεννιέται από την συνειδητοποίηση του επερχόμενου τέλους. Σε όλο το έργο ο θάνατος δεν παρουσιάζεται σαν διαδοχή της οργανικής κατάστασης αλλά σαν αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής, με τον ίδιο τρόπο που τα φαρμακωμένα χείλη της Δομένικας είναι μέρος του εαυτού της. Γι’ αυτό και η γκάβλα -αντί της σωτηρίας ή της αιωνιότητας- αποτελεί μονόδρομο των ζώντων που θέλουν να αντιπαλέψουν το κενό της μεγάλης απώλειας.

   Στην Κουπέλα η έμφυτη ορμή του ανθρώπου για ερωτικό σμίξιμο προτάσσεται ως διαταρακτική δύναμη[193] που είναι ανεξάρτητη από τη διδαχή και γι’ αυτό δεν υπόκειται σε νουθεσίες και κατηχήσεις. Ο αυθόρμητος ερεθισμός της ψυχής διεγείρει το σώμα και αντίστροφα, με αποτέλεσμα η διέγερση να εκτείνεται πέρα από τη θλίψη, πέρα από το χρόνο και το φόβο, πέρα από τη μοναξιά, πέρα από τη μεγάλη σύντηξη του κόσμου[194]. Η σύντομη εξακτίνωση των ερεθισμένων ανθρώπων στο άχρονο και άτοπο της γκάβλας αποτελεί αποθέωση της προσωρινότητας και παρουσιάζεται ως μια μικρή κερδισμένη μάχη μέσα στον κατά τα άλλα χαμένο πόλεμο με τη ματαιότητα.

   Στο προηγούμενο κεφάλαιο επισημάνθηκε η πρόθεση του συγγραφέα για δόμηση λογοτεχνικών προσωπικοτήτων  που τείνουν να διασπούν το ηθικά συμπαγές του χαρακτήρα τους. Οι πρωταγωνιστές της Κουπέλας στοχεύουν στην ανθρώπινη εμπλοκή και γι’ αυτό επιτρέπουν την εισχώρηση του καλού εαυτού στον κακό αλλά και την ανάμειξη των συναισθημάτων, των αισθήσεων, των ζωών, ακόμη και των σωματικών εκκρίσεων. Στο μυθιστόρημα η διαδικασία μεταμόρφωσης εμπλέκει διακριτές μονάδες έχοντας αφετηρία και τέρμα σε ένα υποκείμενο[195] - τη ξέφρενη Δομένικα. 

   Αν η μεταμόρφωση είναι το πιο εύγλωττο τεκμήριο της αντιορθολογικής οργάνωσης του κόσμου[196], ο συγγραφέας τη θέτει ως βασικό άξονα της γκάβλας και του έργου του, για να δομήσει τον αντίλογό του απέναντι στο σταθερό και στο παγιωμένο[197] των ευαγγελικών ιστοριών. Η μεταμορφωσιακή δύναμη που χαρακτηρίζει τη φαντασίας της δασκάλας και των μαθητών, αντιστρέφει την κανονικοποιημένη πραγματικότητα και προσδίδει ορθοδοξία στη ρευστότητα και σταθερότητα στην αίρεση[198].

   Τέλος, η αλλαγή μορφής καθιστά το ανθρώπινο σώμα εστία αισθήσεων, αισθησιασμών και παθών[199] ενώ  παράλληλα αποκαλύπτει πως πίσω από τα αισθητά ελλοχεύουν τυχαία περιστατικά, ασύδοτες παρορμήσεις, ανθρώπινα πάθη και σατανικές συμπτώσεις[200]. Τέτοια διαβολικά συμβάντα αλλά και η συνύπαρξη και αλληλεπίδραση ανθρώπων μέσα σε συγκεκριμένες στιγμές στο χώρο και στο χρόνο γεννούν την αντιηρωίδα της Κουπέλας Δομένικα Φραντζή, η οποία αποτελεί βασικό φορέα του τριαριδικού αντιαγγέλματος.

 

 

Γαλάτεια Βασιλειάδου

 

 

 

  



[1]  Ό. π., σελ. 22.

[2]  Ό. π.

[3] ας ρουφήξει το χώμα τους χυμούς του κορμιού μου, σάμπως τους αγόρασα;, ό. π. Ο συγγραφέας σε σημείωση στο τέλος του βιβλίου (σελ. 461) αναφέρει ότι η Κουπέλα είναι το τέταρτο της σειράς βιβλίων Το μέλι και το μέλλον. Ο Ταρνανάς αποτελεί ένα πρόσωπο που παραπέμπει σε άλλο βιβλίο της σειράς.

[4] Ό. π., σελ. 24.

[5]Κάποιοι μάλιστα, θυμωμένοι που διαψεύστηκαν οι υποθέσεις τους, είπανε με εμπάθεια πως «πλήρωσε, φαίνεται, τα ανομήματά της...», και στα κουτσομπολιά τους επέμεναν ιδιαίτερα στην περιγραφή του ρημαγμένου απ' την αρρώστια του κορμιού της, λες κι ήτανε μπροστά στη νεκροψία: «όλα τα μέσα της ήταν σαν να 'χαν σαπίσει...» λέγανε ξανά και ξανά, θαρρείς και τους ηδόνιζε τούτη η εικόνα., ό. π., σελ. 31.

[6]Ό. π.

[7] Ό. π., σελ. 36.

[8] Ό. π., σελ. 41-42.

[9] Και μόλις είδαμε τον τρελόπαπα να παίρνει βαθιά ανάσα, όλοι μας σκεφτήκαμε πως πάλι θα μας έλεγε για κείνον τον καταπράσινο χλοερό τόπο· μα ο παπα-Λεπ Ταιρ δε μας μίλησε για το χλοερό τόπο, μήτε και άρχισε τις συνηθισμένες του ψαλμωδίες. Μονάχα έσκυψε το κεφάλι· τότε, λες κι άναψε ένα φως μες το μυαλό μου, έκανα με το κεφάλι μου ένα νεύμα στον Κώστα που σήμαινε «ναι, τώρα». Η φωνή του παπα-Λεπ Ταιρ ήταν καθαρή και δυνατή, έσκιζε τη σιωπή της παγερής νύχτας: «ας είναι τα κορμιά που ενώνονται, ας είναι οι γλώσσες που συστρέφονται, ας είναι τα μάτια που λάμπουνε, ας είναι ο άνεμος που σφυρίζει, ας είναι...». Και μόλις τελείωσε εκείνη τη σκοτεινή κι ακατανόητη φράση (που δεν την ακούγαμε για πρώτη φορά), σούρωσε τα χείλια του και φύσηξε απαλά προς το κορμί της., ό. π., σελ. 62.

[10] Όλοι οι άνθρωποι πρέπε να σηκώσουν, έστω για μια στιγμή, το πέπλο από το πρόσωπό τους - μην την αφήσεις τη στιγμή αυτή να περάσει., ό. π., σελ. 65.

[11]Ενώ περιμέναμε λοιπόν την κυρία Δομένικα να μας ζωγραφίσει το Θεό, εκείνη άφησε την κιμωλία πάνω στην έδρα και προχώρησε προς το παράθυρο. Θα πέρασαν δέκα περίπου λεπτά που η δασκάλα μας κοιτούσε τον γκρίζο ουρανό - τι να 'ψαχνε άραγε; Κάποτε ο Σώτερ ψέλλισε χαμηλόφωνα «κυρία, δε μας ζωγραφίσατε το Θεό...», η κυρία Δομένικα γύρισε τότε και μας κοίταξε, είχε ένα ύφος θλιμμένο και συνάμα γλυκύτατο, «άκουσε» είπε, «δεν υπάρχει τίποτε για να σας ζωγραφίσω...». Και σαν είπε αυτά τα λόγια, έγινε αναμεταξύ μας σούσουρο, τι να εννοούσε άραγε με τούτη την κουβέντα της η δασκάλα μας, μήπως το ότι δεν υπήρχε Θεός, μα τότε ποιος ήταν ο υπερκόσμιος πατέρας μας που έφτυσε και μας έπλασε και μας φύσηξε τη ζωή, ποιος ήταν αυτός που γέμισε την ομορφιά αγκάθια και στο κουκούτσι της κάθε ηδονής στάλαξε τη θλίψη, τη μελαγχολία και τις τύψεις· κι αν δεν υπήρχε Θεός, εμείς πώς υπήρχαμε, μήπως είχαμε φυτρώσει στα λάχανα; Τέτοια ερωτήματα τριβέλιζαν το νου μας, όταν ξαφνικά ο Ζήσης έβαλε τα κλάματα κι όλοι λίγο πολύ μπορούσαμε να φανταστούμε το γιατί ., ό. π., σελ. 92-93.

[12] Ό. π., σελ. 95.

[13] Θανάσης Τριαρίδης, Η επερχόμενη πείνα ή όταν οι άνθρωποι ρίχνουμε τον κλήρο, ηλεκτρονική έκδοση: http://www.triaridis.gr/peina/book/kefalaio02.htm (Οκτώβριος 2009).

[14] Κουπέλα, σελ. 95.

[15] Ό . π., σελ. 118-119.

[16]  Θανάσης Τριαρίδης, Η επερχόμενη πείνα ή όταν οι άνθρωποι ρίχνουμε τον κλήρο, ό. π.

[17]  Ό. π., σελ. 119.

[18]  Ό. π., σελ. 175.

[19] όλοι σκοτώνουν εν ονόματι της ζωής καθημερινά, μισούν στα κρυφά πίσω απ' τις κλειστές τους πόρτες, καταστρέφουν με όλα τα ελαφρυντικά των νόμων τους, μες στο σκοτάδι σχεδιάζουν τις τελειότερες μηχανές θανάτου, κι έπειτα στο φως της ημέρας μιλούνε για αγνότητα, για καλοσύνη, βρίσκουν θεούς που συγχωρούν για να τους γλιτώνουν απ' τις τύψεις, αγαπούν με μέτρο ίσα για να 'χουν μια δικαιολογία, κάθε κουβέντα της αγάπης και της καλοσύνης τους σημαίνει μια γούρνα γεμάτη με εντόσθια σφαγμένων - τους έχεις γνωρίσει όλους αυτούς κι ήρθες σε μένα γιατί τους σιχάθηκες, είναι δειλοί κι ανίκανοι ν' αγαπήσουν στ' αλήθεια... ό. π., σελ. 285.

[20]Εγώ κάνω αυτά που λαχταρώ και δεν ψάχνω την παραμικρή δικαιολογία, δεν έχω τύψεις να μου βρομίζουν την ψυχή· κάνω αυτά που κάνω γιατί είμαι αυτή που είμαι, γιατί αγαπώ αυτά που αγαπώ, γιατί τ' αγέρι του θανάτου είναι το πιο μαγευτικό… ό. π.

[21] Ό. π., σελ. 356.

[22] Ό. π., σελ. 358-359.

[23] Ιωάννης 3:19

[24] Κουπέλα, σελ.415.

[25]Ό. π, σελ. 204.

[26] Ό. π., σελ. 199.

[27] Ό. π., σελ. 455.

[28] Ό. π., σελ. 163.

[29] τι μας ένοιαζε η αιωνιότητα, ό. π., σελ. 201.

[30] Ό. π, σελ. 169.

[31] Ό. π., σελ. 183.

[32]  Ό. π., σελ. 187.

[33] Θανάσης Τριαρίδης, Είμαι στον παράδεισο και σας χύνω, ηλεκτρονική έκδοση: http://www.triaridis.gr/keimena/keimA004.htm (Το κείμενο αυτό αποτελεί το 16ο κεφάλαιο του ανέκδοτου βιβλίου Τα γάργαρα τεχνάσματα * ένα τετράδιο με μελανιές).

[34] Τα μελένια λεμόνια * η διαθήκη των γκαβλωμένων ανθρώπων, σελ. 133-134.

[35] 27. Στο αίμα των γκαβλωμένων ανθρώπων, εκεί καρπίζουν τα μελένια λεμόνια. 28. Και τότε ανακατεύονται οι ζωντανοί με τους πεθαμένους., ό. π., σελ. 27.

[36] Ό. π., σελ. 314.

[37] Ευριπίδης Γαραντούδης, Θανάσης Τριαρίδης: οργισμένη λογοτεχνική διαθήκη της ηθικής και της υποκρισίας, Μια ανάποδη αποκάλυψη, ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας Τα Νέα, ένθετο Βιβλιοδρόμιο ιδέες, 22 Σεπτεμβρίου 2007, http://www.tanea.gr/vivliodromio/?aid=36934

[38] γιατί ο άγνωστος αυτός ήταν ο διάβολος, ό. π., σελ. 440.

[39] χθες το βράδυ δε φορούσε σκουφί, ό. π., σελ. 439.

[40] Ό. π., σελ. 441.

[41] η κυρία Δομένικα ήταν για τον σατανά μια ήττα, ό. π., σελ. 442.

[42] ο διάβολος έχασε το παιχνίδι, κι έτσι παρέμεινε ένας αντικατοπτρισμός μές στον καθρέφτη, ό. π., σελ. 441.

[43] Ό. π., σελ. 442.

[44] Ό. π., σελ. 442-443.

[45]L’ amoroso e sincero Lindoro…”, ό. π., σελ. 447.

[46] Ό. π., σελ. 445.

[47] Θανάσης Τριαρίδης, Η επερχόμενη πείνα ή όταν οι άνθρωποι ρίχνουμε τον κλήρο, ό. π.

[48] αξία έχει να αγαπάς με κλειστά τα μάτια, αξία έχει να θέλεις χωρίς να καταλαβαίνεις, χωρίς να προσμετράς την αξία, να επιστρέφεις χωρίς να χρωστάς, να παίζεις με το μαύρο ως το τέλος κι ας χάσεις., Κουπέλα, σελ. 359.

[49] Τέτοια αισθήματα με ριγούσαν κι έκλαιγα όλο και πιο πολύ, όχι όμως από απόγνωση ή λύπη, ενώ η κυρία Δομένικα συνέχισε το παράξενο παράπονό της: «... L’amoroso e sincero Lindoro, non puo darvi, mia cara, un tesoro. Ricco non sono, ma un core vi dono, un’anima amante, che fida e constante per voi sola sospira cosi dall’aurora al tramonto del di...». Κι όπως τέλειωνε το τραγούδι, αισθάνθηκα υγρές σταγόνες να πέφτουν στο μάγουλό μου· για μια στιγμή νόμισα πως άρχισε να βρέχει. Δεν ήταν όμως στάλες της βροχής - ήταν τα δάκρυα της κυρίας Δομένικας που ανακατεύτηκαν με τα δικά μου..., ό. π., σελ. 432.

[50] Κουπέλα, σελ. 290.

[51] Ό. π., σελ. 292.

[52] Ό. π., σελ. 301.

[53] Σαν τέλειωνε η έκλειψη του ήλιου, όλα σταματούσαν· η Δομένικα βρισκόταν πεσμένη στη βεράντα, λιγωμένη από τα αλλόκοτα αγγίγματα - άραγε ποιοι αόρατοι δαίμονες έρχονταν να της ξυπνήσουν μέσα της από τόσο νωρίς τα θηλυκά ένστικτα και γιατί η ύπουλη επιθυμία κυρίευε τόσο έντονα τη σάρκα της την ώρα που γύρω της ο θάνατος φανερωνόταν παντοδύναμος..., ό. π., σελ. 395.

[54]Ό. π., σελ. 37.

[55] Ό. π., σελ. 98.

[56]όλα ήταν ήδη προαποφασισμένα απ' τη στιγμή της σύλληψής της, και τότε όλες οι προηγούμενες υποθέσεις έδιναν τη θέση τους σε μια: αν δε γεννιόταν, δε θα 'χε σκοτώσει κανέναν, καθώς δύο χείλη που φαρμακώθηκαν για να δώσουν θάνατο θα τον δώσουν τουλάχιστον μια φορά., ό. π., σελ. 334.

[57] Ό. π., σελ. 105.

[58] Ό. π., σελ. 335.

[59] Ό. π., σελ. 336.

[60] η φύση διδάσκει να ζεις γεννώντας και σκοτώνοντας (…) ο θάνατος προϋπάρχει της ζωής, βρίσκεται μέσα στη σπίθα της δημιουργίας, στους σπασμούς της ηδονής και της γέννησης, στα τρυφερά αγγίγματα, στο λαχάνιασμα και στον ιδρώτα, στην υγρασία των ματιών…, ό. π.

[61] Ό. π.

[62] Ό. π., σελ. 136.

[63] Ό. π., σελ 137.

[64] Ό. π., σελ. 137.

[65] Ό. π., σελ. 144.

[66] Ό. π., σελ. 147.

[67] Ό. π., σελ. 197.

[68] Ό. π.

[69] Ό. π., σελ. 119.

[70] ὁ ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας, Προς Θεσσαλονικείς Β’, 2:3

[71] ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας, ό. π.

[72] Κουπέλα, σελ. 27.

[73] Πάλιν οὖν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς ἐλάλησε λέγων· ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ᾿ ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς. (Ιωάννης 8:12)

[74] Βλέπε σελ. 34-35 παρούσας εργασίας.

[75] Ό. π., σελ. 27.

[76] Μ. Καραγάτσης, Ο Γιούγκερμαν και τα στερνά του, τόμος Β’, Εστία, Αθήνα 200725, σελ. 421-422.

[77] Ό. π., σελ. 422.

[78] Επαναλαμβάνεται ως κατακλείδα δύο παραγράφων της διαθήκης άλλες δύο φορές.

[79] Ό. π., σελ. 521.

[80] Ό. π., σελ. 522.

[81] Ό. π., σελ. 245.

[82] Ό. π., σελ. 246.

[83] Θανάσης Τριαρίδης, Η Μοίρα των ανθρώπων είναι ο Θάνατος, ηλεκτρονική έκδοση: http://www.triaridis.gr/keimena/keimA010.htm (Δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή, στις 21 Φεβρουαρίου 2004).

[84] Ό. π.

[85] Η μοναδική αξία του Γιούγκερμαν βρίσκεται στην ένταση -  τη δική του και την δική μας’ στο ότι τα πρόσωπα του τοίχου ζουν (δηλαδή: συγκινούνται μαζί μας) ακόμη κι όταν ο τοίχος χάνεται. Πιθανώς αυτό μπορεί να το πιστέψει κανείς ως το μεγάλο ζητούμενο της λογοτεχνίας: το μεγάλωμα της υλικής ζωής σε εκείνο το ενδιάμεσο όπου φτάνεις να ζήσεις μια πνευματική, μια διανοητική περιπέτεια με σαρκικούς όρους, όπως στις αρχαίες τραγωδίες, όπως στον Σέξπηρ, όπως στον Ουγκώ. Εδώ δεν υπάρχει φόβος και έλεος - υπάρχει λαχτάρα και μελαγχολία: για του κόσμου την μάταιη ομορφιά που είναι προνόμιο του Θανάτου., ό. π.

[86] μελένια λεμόνια, ό. π., σελ. 469-470.

[87] Ό. π., σελ. 30-31.

[88] Ό. π., σελ. 30.

[89] (Ιωάννης 20)

[90] ὁ δὲ Λάζαρος εἷς ἦν τῶν ἀνακειμένων σὺν αὐτῷ. (Ιωάννης 12:2)

[91] ἤλειψε τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἐξέμαξε ταῖς θριξὶν αὐτῆς τοὺς πόδας αὐτοῦ.  (Ιωάννης 12:3)

[92] Η Δομένικα, πρωτοσυναντά την Τζίλντα στη φωλίτσα της Κουπέλας ένα βράδυ που η τελευταία -ούσα πρώτη χορεύτρια σε καμπαρέ αλλά και εκδιδόμενη- έχει ετοιμάσει τη θηλιά της αυτοκτονίας της. Μια αυτοκτονία που τελικά ματαιώνεται χάρη στην παρέμβαση της δασκάλας, που αντιπροτείνει στη Τζίλντα έναν άλλο θάνατο, νοθευμένο από την παράφορη ηδονή. Στο μεταξύ, ο συγγραφέας πρωτοσυστήνει τη Τζίλντα στον αναγνώστη τη μέρα της κηδείας της Δομένικας, όταν η φλογερή κοκκινομάλλα αποχαιρετά την αγαπημένη της με τον ηδονικό τρόπο που κρίνει ότι της ταιριάζει: έφερε, λοιπόν, σχεδόν επάνω στα χείλη της εκείνο το τριαντάφυλλο, το μύρισε, έπειτα έβγαλε τη γλώσσα της και, Θεέ μου, το 'γλειψε με ηδονή· τέλος, το φίλησε με τα σαρκώδη χείλια της και το απόθεσε επάνω στο ξύλο της κάσας. (…) Τότε η Τζίλντα έκανε κάτι που κανείς δεν το περίμενε· προχώρησε ένα βήμα, έπιασε απ' τους ώμους τη μητέρα της αγαπημένης της και τη φίλησε στο στόμα με θέρμη ερωτική., Κουπέλα, σελ. 31.

[93] Κουπέλα, σελ. 44.

[94] Ευριπίδης Γαραντούδης, ό. π.

[95] Ό. π., σελ. 260.

[96] όλοι ουρλιάζαμε τότε μαζί με τα κορμιά που 'σμιγαν και το ουρλιαχτό έγινε ιαχή που με το τέλος της θα ερχότανε στα σίγουρα ο θάνατος, κυρίαρχος παντοτινός· κι όλα κατέληξαν σε ένα απόκοσμο σκλήρισμα, ίδιο με ρόγχο: «ααααααααααααα!». ό. π., σελ. 262.

[97] Ό. π., σελ. 261.

[98]στα σίγουρα ήμουν στην κόλαση και δε θα έφτανε (…) μήτε η αιωνιότητα για να απαριθμήσει κανείς τα τέρατά της· αυτά τα τέρατα αποκαλύφθηκαν μπροστά μου: θεόρατα κουνούπια με κεντρί μέλισσας έσχιζαν τον αέρα και αρουραίοι με σαράντα πόδια έτρεχαν και λαγοί με μούρη κροκοδείλου τους ακολούθησαν και ζώα της θάλασσας, σαν χταπόδια και σαν αστερίες και σαν ιππόκαμποι συνάμα, χώθηκαν ανάμεσα απ' τις κοιλιές, και κάποτε εκείνο που λίγο πριν ήτανε οι δύο γυναίκες έγινε μια Λερναία Ύδρα πνιγμένη στο αίμα, με αναρίθμητα κεφάλια ανθρώπων που είχαν βγαλμένα μάτια και ούρλιαζαν, και τότε άρχισε το φοβερό σπαρτάρισμα, ένα σπαρτάρισμα αδιάκοπο, ολοένα και πιο δυνατό, που ένιωσα πως η ψυχή μου βγήκε απ' το σώμα μου και ολόκληρο το είναι μου έγινε ένας σπασμός και χάθηκαν όλα από μπροστά μου -και η Λερναία Ύδρα και οι μυγδαλιές και το φεγγάρι- κι έμεινε μόνο το σπαρτάρισμα της σάρκας, κι ήτανε πια και δικό μου το σπαρτάρισμα, και το ουρλιαχτό που υψώθηκε, σκίζοντας τα πέπλα της νύχτας, συντάραξε –αλίμονο- και τους δικούς μου τους πνεύμονες., ό. π. σελ. 261-262.

[99] Ό. π. σελ. 343.

[100] Ό. π.

[101] Ό. π., σελ. 226.

[102] Ό. π., σελ. 229.

[103] Ό. π., σελ. 226-227.

[104] Ό. π., σελ. 229.

[105] Ό. π., σελ. 230.

[106] Ό. π.

[107]δεν τους είχε φτιάξει λοιπόν τη λεμονάδα της σωτηρίας, παρά μια άλλη, που αντί για ζάχαρη είχε κοπανισμένα ξερά βατόμουρα της Αλγερίας, το πιο γλυκό καρπό του κόσμου που έφερνε το θάνατο μέσα σε τριάντα έξι ώρες, νεκρώνοντας ολόκληρο το σώμα σιγά σιγά από τα κάτω άκρα ως το κεφάλι, ό. π., σελ.231.

[108]Ό. π.

[109] η εκδίκησή τους θα ήταν η σιωπή τους, η γαλήνη... Έξαφνα, κι ενώ το μούδιασμα ανέβαινε στο στήθος τους, αγκαλιασμένοι καθώς ήταν απ' το προηγούμενο βράδυ, σφίχτηκαν αναμεταξύ τους μ' όλη τη δύναμη που τους απόμενε· πολλοί ίσως να ήταν ήδη πεθαμένοι, μα τα χέρια τους, με όσα δάχτυλα είχε ο καθένας, έσφιγγαν μανιασμένα τους πλαϊνούς τους. Ένα βουητό ακούστηκε, κάτι σαν παράπονο ή σαν ανάσα· δεν ήταν πια οι διακόσιοι ετοιμοθάνατοι χανσενικοί, μα ένας λόφος της γης που ανάσαινε, ό. π.  σελ. 231-232.

[110] Ό. π., σελ. 232.

[111] Ό. π.

[112] Ό. π.

[113] Ό. π., σελ. 427-430.

[114] Ό. π., σελ.429.

[115] Κουπέλα, σελ. 458.

[116] ένιωσε να τη δονούν και πάλι όσα συντάραξαν το είναι της και έβαψαν κόκκινα τα μάγουλά της και μπούκωσαν το στήθος της και έκαναν την καρδιά της να χτυπά σαν τρελή, και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα έζησε για δεύτερη φορά όλη της τη ζωή· τα πάντα επέστρεφαν -εικόνες, ήχοι, μυρωδιές, γεύσεις, αγγίγματα και εκστάσεις-, όλα απόκοσμα, ξεκάθαρα και διαυγή, επέστρεφαν για μια στιγμή κι έπειτα -λες και τα ρουφούσε μες στην τρομερή του αγκαλιά ο άνεμος- χάνονταν μες στο σκοτάδι·, ό. π. σελ. 457-458.

[117] Ό. π., σελ. 457-456.

[118] εἰς τέλος ἠγάπησεν αὐτούς. (Ιωάννης 13:1)

[119] Κουπέλα, σελ. 458.

[120] Κουπέλα, σελ. 421.

[121] Ό. π., σελ. 421-424.

[122] Κουπέλα, ό. π.

[123] Ό. π.

[124] Ό. π.

[125] έσβησαν ξαφνικά όλα μαζί τα κεριά· το σκοτάδι έπεσε πηχτό., ό. π.

[126] Ό. π., σελ. 422.

[127] Ό. π.

[128] Ό. π.

[129] Ό. π.

[130] Ό. π.

[131] απ' όλα τα μέλη του προηγούμενου κορμιού μου -τι παράξενο- αισθανόμουν μονάχα τα δόντια μου, έτοιμα να δαγκώσουν λυσσασμένα αυτό το ακαθόριστο κάτι που γεννούσε την τόση λαγνεία..., ό. π., σελ. 422.

[132] Ό. π., σελ. 423.

[133] Ό. π., σελ. 422-423.

[134] ᾔδει γὰρ τὸν παραδιδόντα αὐτόν· διὰ τοῦτο εἶπεν· οὐχὶ πάντες καθαροί ἐστε. (Ιωάννης 13:11)

[135] εἰ οὖν ἐγὼ ἔνιψα ὑμῶν τοὺς πόδας, ὁ Κύριος καὶ ὁ Διδάσκαλος, καὶ ὑμεῖς ὀφείλετε ἀλλήλων νίπτειν τοὺς πόδας. (Ιωάννης 13:14)

[136] ὑπόδειγμα γὰρ δέδωκα ὑμῖν, ἵνα καθὼς ἐγὼ ἐποίησα ὑμῖν, καὶ ὑμεῖς ποιῆτε· (Ιωάννης 13:15)

[137] εἰ ταῦτα οἴδατε, μακάριοί ἐστε ἐὰν ποιῆτε αὐτά. (Ιωάννης: 13:17)

[138] τοῦτο γάρ ἐστι τὸ αἷμά μου τὸ τῆς καινῆς διαθήκης τὸ περὶ πολλῶν ἐκχυνόμενον εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν. (Ματθαίος 26:28)

[139] Ελάτε και θα δείτε. (Ιωάννης 1:39)

[140] Πράξεις 3

[141] Πράξεις 8:15

[142] Ματθαίος 17:1

[143] Ματθαίος 26:37

[144] Ιωάννης 19:26

[145] Ιωάννης 20:2

[146] Ιωάννης 13:25

[147] Μάρκος 10:35

[148] Βλέπε κεφάλαιο 1.1 Η ευαγγελική αφήγηση, σελ. 7-9.

[149] Κουπέλα, σελ. 67.

[150] Ό. π., σελ. 80.

[151] να το ξέρεις, εγώ θα ρεφάρω. Ό .π., σελ. 123.

[152] Ό. π., σελ. 241.

[153] Ό. π., σελ. 242.

[154] Εκείνη τον κοίταξε στιγμιαία μ' ένα φριχτά άδειο βλέμμα και έπειτα με μια αστραπιαία κίνηση έσπασε το καλάμι στο γόνατό της - έμοιαζε αφιονισμένη.(…) ολόγυμνη όπως ήταν, άνοιξε τα χέρια της κι άρχισε να τραγουδάει με σπασμένη και συνάμα παρανοϊκά παιδική φωνή το τραγούδι της πρώτης μέρας του Φεβρουαρίου. (…) Την ίδια ώρα άρχισε να φυσά ο άνεμος, και η κυρία Δομένικα, στην αρχή με μικρά βήματα κι έπειτα με κανονικά, άρχισε να χορεύει έναν παράξενο πρωτόγονο χορό, ενώ συνέχιζε να τραγουδά... Κι όσο χόρευε, τόσο δυνάμωνε ο άνεμος. Όταν το τραγούδι τέλειωσε, ο χορός της δε σταμάτησε, ίσα ίσα, γινόταν όλο και πιο τρομακτικός· το σφύριγμα του ανέμου ανάμεσα απ' τα κλαδιά μάς τρυπούσε τα αυτιά. Η δασκάλα μας δεν ήταν πια ο εαυτός της., ό. π.

[155] εκείνος τραβιόταν ουρλιάζοντας και κλοτσούσε σαν αγριοκάτσικο, καθώς ήθελε να μείνει επάνω να χορέψει μαζί με την κυρία Δομένικα στο σφύριγμα του ανέμου· (…) Ο Γιώργος, λες κι είχε λυσσάξει, ψιθύριζε λόγια ακατάληπτα, τίναζε τα χέρια και τα πόδια του, τα σάλια του άφριζαν· ο Σώτερ τότε, πεσμένος καθώς ήταν, τον έπιασε δυνατά από τους ώμους, «κατάλαβέ το...» του φώναξε, «δεν τρέμει το πιγούνι της για σένα...». Και τούτες οι κουβέντες του Σώτερ φαίνεται πως χτύπησαν το Γιώργο σαν μαχαιριές, καθώς έπαψε στη στιγμή τα παραμιλητά του, τα μάτια του σκοτείνιασαν κοιτώντας ανέκφραστα στο κενό, και, μ' όλο που ο Σώτερ σηκώθηκε όρθιος, εκείνος έμεινε κάτω ακίνητος, ξαπλωμένος ανάσκελα·, ό. π., σελ. 245-246.

[156] ο Γιώργος -που έμοιαζε να μην έχει συνέλθει από την παράξενη νάρκη που τον κατέλαβε στο τέλος του προηγούμενου απογεύματος- καθόταν σκυμμένος στο βαρέλι του κι είχε όλη του την προσοχή στραμμένη στο άσπρο μαντίλι που είχε ανοίξει στα γόνατά του, ολωσδιόλου αδιάφορος για όλα εκείνα που μας αναστάτωναν - κάτι κεντούσε επίμονα με μακριά βελόνα και μαύρη κλωστή, ό. π., σελ. 246-247.

[157] Συμπληρωματικά στα παραπάνω, κρίνεται σκόπιμη η αναφορά στα μελένια λεμόνια. Εκεί ο Ιούδας εγκαταλείπει τη δουλειά του εμπόρου για να βρίσκεται πλάι στο Χριστό και να επιδίδεται σε ομαδικά όργια μαζί του. Όμως, μένει ανικανοποίητος, γιατί επιθυμεί να έχει μόνο αυτός δικαίωμα στην ερωτική ζωή του δασκάλου του. Από τότε που ο Ιούδας εκφράζει ζήλια και ανάγκη για αποκλειστικότητα, ο δάσκαλος αρνείται κάθε ένωση μαζί του και ο μαθητής τον προδίδει - όχι για να εξυπηρετήσει κάποιο μεγαλεπήβολο σχέδιο αλλά για να μην χαίρεται τον έρωτά του κανείς.

[158] 32. Τότε ήρθανε οι στρατιώτες για να πιάσουν τον κουρελή. Κι ανάμεσά τους ήτανε βέβαια ο Ιούδας που τους είχε φέρει εκεί. Και μόλις ο δάσκαλός του τον είδε, τον αγκάλιασε και τον φίλησε στο στόμα, γλώσσα με γλώσσα. 33. Τότε ο Ιούδας είπε «Σε αγαπάω, μέχρι να φτάσει το αγκίστρι στην καρδιά» - κι έπεσε νεκρός. Τα μελένια λεμόνια -  η διαθήκη των γκαβλωμένων ανθρώπων, σελ. 38.

[159] «Κι εγώ ανήκω...» κόμπιασε ο Γιώργος με αδύναμη φωνή, ίσως ήθελε να πει «κι εγώ ανήκω σε σένα», μα δεν μπόρεσε να το ολοκληρώσει - το βλέμμα της κυρίας Δομένικας ήταν τόσο σκοτεινό, τόσο απόλυτο, που του 'κοψε τα γόνατα κι έπνιξε τις λέξεις στο λαιμό του. Κουπέλα, σελ. 218.

[160] Βλ. Κεφάλαιο 6, Θαύματα

[161] Κουπέλα., σελ. 66.

[162] Ό. π., σελ. 440.

[163] Ό. π., σελ. 441.

[164] όσο περισσότερο τη ζούσαμε, η ομίχλη του μυστικού της γινόταν για μας μια αλλόκοτη καθημερινότητα, και το πεθαμένο κόκκινο των σκασμένων χειλιών της σιγά σιγά προκαλούσε όλο και περισσότερο την ψυχή μας σε ένα ακαθόριστα θελκτικό μα επικίνδυνο ταξίδι στην απαγορευμένη ζώνη... Ό. π., σελ. 147.

[165] το γλυκό βατόμουρο έφραζε το στόμα και τα ρουθούνια μου και δε μ' άφηνε να ανασάνω, μα τι πείραζε;  Ό. π., σελ. 150.

[166]ο νους μας βρισκόταν σε μια απίστευτη υπερδιέγερση, καθώς για κάθε λέξη που ακούγαμε εμφανιζόταν μπροστά μας και μια απίστευτη εικόνα. Ό. π., σελ. 149.

[167] Εκείνο το βράδυ στ' αλήθεια μεθύσαμε με το γλυκό βατόμουρο· η δασκάλα μας είχε φέρει μαζί της κι ένα ασημένιο κουταλάκι που γύριζε από χέρι σε χέρι· πριν σβήσει η απερίγραπτη γλύκα της πρώτης κουταλιάς στο στόμα μου, το κουταλάκι είχε περάσει από όλους και βρισκόταν και πάλι στο χέρι μου, και αυτό έγινε ξανά και ξανά, ενώ το γλυκό απ' το βάζο δεν τέλειωνε…, ό. π.

[168] Έτσι, όταν ο Σώτερ ρώτησε την κυρία Δομένικα για τον εφιάλτη, είδα μπροστά μου ένα μαύρο τέρας, κάτι σαν σαύρα με σιδερένια φτερά, κι έπειτα, όταν εκείνη μίλησε για κάποιον που γνωρίζει καλά τα κατατόπια, το τέρας μεταμορφώθηκε· έγινε ένας σκύλος με κοντά πόδια κι αυτιά λαγού. Κι όταν η δασκάλα μας συμπλήρωσε, πάντοτε γελώντας, «είναι κάποιος τόσο γλυκός που ποτέ δεν κάνει λάθος...», τότε είδα ένα τεράστιο βάζο που νόμιζα πως είχε γλυκό βατόμουρο, μα, καθώς πλησίαζα το χέρι μου, ξαφνικά πετάχτηκε από το στόμιό του μια διχαλωτή γλώσσα.., ό. π.

[169] ένιωσα μια παράξενη γλύκα να ανεβαίνει στο στόμα μου: ήταν το γλυκό βατόμουρο της προηγούμενης νύχτας (…) Ό. π., σελ. 150.

[170] θαρρείς κι ήταν κάποιο ζωντανό πλάσμα, γύρευε αργά αργά να βγει έξω απ' το στόμα μου... Ό. π.

[171] Ό. π., σελ. 150-151.

[172] Ό. π., σελ. 204.

[173] καὶ λαβὼν ἄρτον εὐχαριστήσας ἔκλασε καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς λέγων· τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου τὸ ὑπὲρ ὑμῶν διδόμενον· τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν. ὡσαύτως καὶ τὸ ποτήριον μετὰ τὸ δειπνῆσαι λέγων (Λουκάς 22:19)

[174] τοῦτο τὸ ποτήριον ἡ καινὴ διαθήκη ἐν τῷ αἵματί μου, τὸ ὑπὲρ ὑμῶν ἐκχυνόμενον (Λουκάς 22:20)

[175] εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ φάγητε τὴν σάρκα τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ πίητε αὐτοῦ τὸ αἷμα, οὐκ ἔχετε ζωὴν ἐν ἑαυτοῖς (Ιωάννης 6:53)

[176] ὁ δὲ Κύριος προσετίθει τοὺς σῳζομένους καθ᾿ ἡμέραν τῇ ἐκκλησίᾳ.. (Πράξεις Αποστόλων 2:47)

[177] Τῇ ἐπαύριον βλέπει ὁ Ἰωάννης τὸν Ἰησοῦν ἐρχόμενον πρὸς αὐτὸν καὶ λέγει· ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου. (Ιωάννης 1:29)

[178] ἴδε ὑγιὴς γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι γένηται. (Ιωάννης 5:13)

[179] ὁ πατὴρ ἀγαπᾷ τὸν υἱὸν καὶ πάντα δέδωκεν ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ. (Ιωάννης 3:35)

[180] ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἐρχόμενος ἐπάνω πάντων ἐστί. (Ιωάννης 3:31)

[181] ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐ δύναται ὁ υἱὸς ποιεῖν ἀφ᾿ ἑαυτοῦ οὐδέν, ἐὰν μή τι βλέπῃ τὸν πατέρα ποιοῦντα· (Ιωάννης 5:19)

[182] ὅτι οὐ ζητῶ τὸ θέλημα τὸ ἐμόν, ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με πατρός. (Ιωάννης 5:30)

[183] ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος ὁ ζῶν ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς· ἐάν τις φάγῃ ἐκ τούτου τοῦ ἄρτου, ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα. (Ιωάννης 6:51)

[184] ὁ ἐρχόμενος πρός με οὐ μὴ πεινάσῃ, καὶ ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ διψήσῃ πώποτε. (Ιωάννης.)

[185] ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἐγώ εἰμι ἡ θύρα τῶν προβάτων. (Ιωάννης 10:7)

[186] ἐγώ εἰμι ὁ ποιμὴν ὁ καλός. ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων· (Ιωάννης 10:11)

[187] ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς· (Ιωάννης 6:35)

[188] Κουπέλα, σελ. 286-287.

[189] Ό. π., σελ. 285.

[190] Αξίζει να σημειωθεί ότι το μοτίβο του θανάτου αθώων απασχολεί πολύ το συγγραφέα, και γι’ αυτό το επαναλαμβάνει και στα μεταγενέστερα έργα του με κυριότερη την τετραλογία Το τρυφερό μαχαίρι του Πέτρο Μπόλε και άλλες τρεις ιστορίες δακρύων, Θεσσαλονίκη, δήγμα, 2010.

[191] τὸ πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ, καὶ τὴν φωνὴν αὐτοῦ ἀκούεις, ἀλλ᾿ οὐκ οἶδας πόθεν ἔρχεται καὶ ποῦ ὑπάγει· οὕτως ἐστὶ πᾶς ὁ γεγεννημένος ἐκ τοῦ Πνεύματος. (Ιωάννης 3:8)

[192] οἳ οὐκ ἐξ αἱμάτων, οὐδὲ ἐκ θελήματος σαρκός, οὐδὲ ἐκ θελήματος ἀνδρός, ἀλλ᾿ ἐκ Θεοῦ ἐγεννήθησαν. (Ιωάννης 1:13)

[193] J. Laplanche - J. B. Pontalis, ό. π. σελ. 196.

[194] μελένια λεμόνια, ό.π., σελ. 133.

[195] Θεόδωρος Παπαγγελής, Σώματα που άλλαξαν τη θωριά τους: διαδρομές στις μεταμορφώσεις του Οβιδίου, Gutenberg, Αθήνα, 2009, σελ. 23.

[196] Ό. π., σελ. 25.

[197] Ό. π., σελ. 23.

[198] Ό. π., σελ. 33.

[199] Ό. π.

[200] Ό. π., σελ. 24.

Pin It