Ο Ξένος του Camus - Ετερότητα και διάρρηξη στερεοτύπων
Albert Camus
Ο Ξένος
Ετερότητα και διάρρηξη στερεοτύπων
Λίγα λόγια για το συγγραφέα
Ο Αλμπέρ Καμύ γεννιέται το 1913 στο Μοντοβί, επαρχία της Κωνσταντίνης και διαμέρισμα της Αλγερίας, που μαζί με τις πόλεις Οράν και Αλγέρι ανήκαν στη Γαλλία. Η οικογένειά της μητέρας του (Σιντές), ξεριζωμένη από την Αλσατία (1871), εγκαταλείπει τη Μαγιόρκα αναζητώντας ένα καλύτερο αύριο στη μεταναστευτική αποικία της Αλγερίας[1], πριν ακόμη αυτός γεννηθεί. Ο πατέρας του, Λισιέν, πασχίζει να ζήσει την οικογένειά του αλλά πεθαίνει το 1914, ως επίστρατος στη μάχη του Μάρνη, όταν ο Καμύ ήταν ενός έτους[2]. “Γιος ενός οιναποθηκάριου και μιας παραδουλεύτρας, ανιψιός βαρελοποιού” συστηνόταν ο ίδιος[3]. Μόνη με δύο παιδιά η Κατρίν Καμύ, μεταναστεύει στη συνοικία των φτωχών, το Μπελκούρ[4], και δουλεύει σκληρά για να θρέψει τα παιδιά, τη μητέρα αλλά και τον παράλυτο θείο της[5].
Τα σκοτεινά και φτωχικά παιδικά χρόνια του Καμύ δε φωτίζονται μόνο από τον υπέρλαμπρο ήλιο της Αλγερίας, που δεσπόζει στην πλειοψηφία των έργων του, αλλά και από το φωτισμένο πνεύμα του δασκάλου του Λουΐ Ζερμαίν. Ο Ζερμαίν, που παραδίδει δωρεάν εξωσχολικά μαθήματα στο μικρό Αλμπέρ[6] και τον προτρέπει να συμμετέχει σε διαγωνισμούς για τις υποτροφίες του λυκείου[7], σωστά διαβλέπει σε αυτόν πολλές δυνατότητες. Στα γυμνασιακά του χρόνια (1923-1930), ο “μαυροπόδαρος”[8] φτωχός υπότροφος Καμύ, έρχεται αντιμέτωπος με ρατσιστικές συμπεριφορές των πλούσιων γάλλων μεγαλοαστών συμμαθητών του αλλά και με τη φυματίωση, που τον ταλαιπωρεί σε όλη τη διάρκεια της ζωή του[9].
Από το 1932 φοιτά φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο του Αλγερίου και επηρεάζεται βαθιά από τον καθηγητή του Ζαν Γκρενιέ[10]. Το 1934 κάνει τον πρώτο του γάμο και εγγράφεται στο Κομμουνιστικό Κόμμα αναλαμβάνοντας την προπαγάνδα στους ντόπιους μωαμεθανούς[11]. Ένα χρόνο μετά εγκαταλείπει το κόμμα, γιατί επί Στάλιν δίνεται εντολή να παρακολουθούνται οι επαναστατικές δραστηριότητες των ντόπιων στην Αλγερία[12]. Την ίδια χρονιά παίρνει το πτυχίο του και αρχίζει τη διατριβή του με θέμα τις σχέσεις νεοπλατωνισμού και χριστιανισμού (“Πλωτίνος και άγιος Αυγουστίνος”).
Παράλληλα, ταξιδεύει, διαβάζει Νίτσε, Κίρκεργκαρντ και Σαρτρ, ιδρύει το Θέατρο της Εργασίας[13], ανεβάζει θεατρικές παραστάσεις με ερασιτέχνες ηθοποιούς και γράφει θεατρικά που προπαγανδίζουν την κοινωνική επανάσταση[14]. Μετά από μια νέα κρίση φυματίωσης, το 1938 δουλεύει στην εφημερίδα Ρεπουμπλικανική Αλγερία, η οποία υποστήριζε την κυβέρνηση του λαϊκού μετώπου στη Γαλλία αλλά και τον αγώνα για τη βελτίωση της κατάστασης στην Αλγερία[15]. Ανάμεσα στα πολλά άρθρα του δημοσιεύει μια σειρά με θέμα τις συνθήκες ζωής των Αράβων της Καβυλίας, ενώ συγχρόνως παντρεύεται για δεύτερη φορά, προσχωρεί στην Αντίσταση[16] και συγγράφει τον Ξένο, έργο που ολοκληρώνεται το 1940 και εκδίδεται το 1942.
Το 1944 κυκλοφορεί τη νέα του εφημερίδα “Κομπά”[17] σε συνεργασία με τον Πασκάλ Πια, μια προσπάθεια που δεν ευοδώνεται καθώς δύο χρόνια αργότερα εγκαταλείπει τη διεύθυνσή της και στη συνέχεια αποσύρεται. Στα χρόνια μέχρι το θάνατό του ταξιδεύει στην Αμερική αλλά και τη Μεσόγειο, με κάθε ευκαιρία διαμαρτύρεται για την κατάπνιξη των εξεγέρσεων (για παράδειγμα στο Ανατολικό Βερολίνο τον Ιούνιο του 1953) και δεν σταματά τις εκκλήσεις για πολιτική ανακωχή στην Αλγερία[18] και άρση της θανατικής ποινής[19]. Τον Οκτώβρη του 1957 του απονέμεται το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας και δεν σταματά να εκδίδει τα Επίκαιρα, τόμοι με καταγεγραμμένα αλγερινά χρονικά υπό το πρίσμα του Καμύ[20].
Δεν υπάρχει τίποτα πιο παράλογο από το θάνατο σε τροχαίο δυστύχημα συνήθιζε να λέει στους φίλους του[21]· το Γενάρη του 1960, επιστρέφοντας στο Παρίσι, σκοτώνεται ακαριαία σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, όταν το αυτοκίνητο που οδηγεί ο εκδότης του Μαρσέλ Γκαλιμάρ, καρφώνεται σε ένα δέντρο.
Ο Καμύ έγραψε θεατρικά, διηγήματα, νουβέλες, δοκίμια, μυθιστορήματα αλλά και άρθρα. Από το σύνολο του έργου του ξεχωρίζουν τα παρακάτω:
- Ο πρώτος άνθρωπος (Le premier homme), ημιτελές που δημοσιεύτηκε μετά θάνατον το 1995
- Eυτυχισμένος θάνατος (La Mort heureuse), πρώιμη έκδοση του "Ξένου" που εκδόθηκε μετά θάνατον το 1970
- Σημειωματάρια (Carnets, mai 1935 - fevrier 1942), 1962
- Η εξορία και το βασίλειο (L'exil et le royaume), 1957
- Η πτώση (La Chute), 1956
- Ο επαναστατημένος άνθρωπος (L'Homme révolté), 1951
- Η πανούκλα (La Peste), 1947
- Ούτε δήμιοι ούτε θύματα (Ni Victimes, ni bourreaux), άρθρο στην εφημερίδα Combat το 1946
- Καλιγούλας (Caligula), θεατρικό έργο που γράφτηκε το 1938 και ανέβηκε το 1945
- Η παρεξήγηση (Le Malentendu), θεατρικό έργο του1944
- Ο ξένος (L'Étranger), 1942
- Ο μύθος του Σίσυφου (Le Mythe de Sisyphe), 1942
- Απ' την καλή κι απ' την ανάποδη (L'envers et l'endroit), 1937
- Εξέγερση στις Αστούριες (Révolte dans les Asturies), 1936
Περίληψη και αφηγηματικές τεχνικές του Ξένου
Το πρώτο μέρος του Ξένου -γραμμένο σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, γιατί εκθέτει την καθημερινή ρουτίνα του βασικού ήρωα- αποτελεί μια σχεδόν ημερολογιακή αφήγηση μέρα προς μέρα κάποιων γεγονότων της ζωής του κεντρικού ήρωα, Μερσώ, που είναι γάλλος άποικος στην Αλγερία και υπάλληλος σε εταιρία εισαγωγών - εξαγωγών. Η αφήγηση ξεκινά με το Μερσώ να ενημερώνεται σχετικά με το θάνατο της μητέρας του. Συμμετέχει στην κηδεία της αλλά δεν εκφράζει κανένα αναμενόμενο συναίσθημα πένθους. Για παράδειγμα, όταν ρωτάται εάν επιθυμεί να δει το λείψανο της νεκρής μητέρας του απαντά αρνητικά, καπνίζει ένα τσιγάρο και ζητά έναν καφέ με γάλα. Στην κηδεία δεν εκφράζει τα συναισθήματά του· απλά παρατηρεί το συγκεντρωμένο πλήθος, το δρόμο, τη φύση και χαίρεται όταν η πομπή τελειώνει και επιστρέφει στο Αλγέρι, όπου επιτέλους μπορεί να κοιμηθεί.
Την επόμενη μέρα συναντά τυχαία τη Μαρί, πρώην υπάλληλο της εταιρείας του, με την οποία κολυμπά, πηγαίνει σινεμά και συνάπτει ερωτικό δεσμό. Μετά από λίγες μέρες βοηθά το φίλο και γείτονά του, Ρεμόν Σιντές, να εκδικηθεί την ύποπτη για απιστία Μαυριτανή κοπέλα του. Μάλιστα, δέχεται να γράψει και ένα γράμμα χωρισμού εκ μέρους του φίλου του, γιατί όπως λέει δεν υπάρχει λόγος να μην τον βοηθήσει, από την στιγμή που θα τον ευχαριστήσει. Τη δέκατη όγδοη μέρα πηγαίνουν σε μια παραλία και έρχονται αντιμέτωποι με τον αδελφό της πρώην κοπέλας του Ρεμόν και έναν άραβα φίλο του. Μπλέκουν σε καβγά και ο Ρεμόν τραυματίζεται από μαχαιριά. Ο Μερσώ αργότερα παίρνει το όπλο του Ρεμόν και επιστρέφει στην παραλία όπου συναντά τον Άραβα και τον σκοτώνει. Μάλιστα ενώ είναι ήδη νεκρός, τον πυροβολεί άλλες τέσσερις φορές, χωρίς να γνωστοποιεί στον αναγνώστη τα συναισθήματά του μετά το φόνο.
Το δεύτερο μέρος καλύπτει χρονική περίοδο έντεκα μηνών και παρουσιάζει το Μερσώ έγκλειστο στη φυλακή να κάνει μια ανασκόπηση της σύλληψής του, του χρόνου που πέρασε στη φυλακή και της επερχόμενης δίκης του. Γι’ αυτό το λόγο ο Καμύ χρησιμοποιεί την αφηγηματική τεχνική της αναδρομικής αφήγησης και κάνει χρήση εκτενούς εσωτερικού μονόλογου αλλά και διαλόγου, όταν ο ήρωας συνομιλεί με τον ιερέα και δικάζεται.
Κατά τη δίκη, η ηρεμία και η απάθεια του Μερσώ θεωρούνται ενδεικτικές της απουσίας μεταμέλειας και ενοχών για την πράξη του. Ο δικηγόρος και ο εισαγγελέας επικεντρώνονται περισσότερο στην ανικανότητα ή την απροθυμία του ήρωα να κλάψει στην κηδεία της μητέρας του παρά στη δολοφονία. Ο Μερσώ εξηγεί στον αναγνώστη ότι απλά δεν ήταν σε θέση να αισθανθεί τύψεις ή προσωπικά συναισθήματα για καμία από τις πράξεις της ζωής του γενικότερα.
Ο εισαγγελέας με δραματικό τόνο καταγγέλλει το Μερσώ λέγοντας ότι πρόκειται για ένα άψυχο τέρας, ανίκανο να νιώσει τύψεις και πως γι’ αυτό του το έγκλημα του αξίζει μόνο ο θάνατος. Αν και ο δικηγόρος του περιμένει μια ελαφριά ποινή, ο δικαστής τελικά ανακοινώνει ότι θα πρέπει να τον αποκεφαλίσουν δημοσίως.
Στη φυλακή ο Μερσώ, ενώ αναμένει την εκτέλεση της ποινής του θανάτου του με λαιμητόμο, συναντιέται με τον ιερέα της φυλακής αλλά απορρίπτει την πρότασή του να στραφεί στο Θεό, λέγοντας ότι ο Θεός είναι χάσιμο χρόνου. Ο επίμονος ιερέας προκαλεί την οργή του Μερσώ που του επιτίθεται, σχεδόν τραυματίζοντάς τον. Τέλος, μεταξύ άλλων, του ανακοινώνει ότι σε όλη του τη ζωή υπήρξε άθεος και δεν πρόκειται να στραφεί στο Θεό ειδικά τώρα που βλέπει ολόκληρο το σύμπαν να αδιαφορεί απέναντι στην ανθρωπότητα. Ο Μερσώ, εξαγνισμένος από το κακό της ελπίδας, όπως λέει, θυμάται τη μητέρα του και εύχεται να έρθουν πολλοί θεατές τη μέρα της εκτέλεσής του για να τον υποδεχτούν με κραυγές μίσους.
Το ανοίκειο ως ετερότητα και άλλο - Ο παρεξηγημένος Ξένος
Η ιδιαιτερότητα, η αλήθεια και ο αυθεντικός εαυτός ως διάρρηξη του στερεοτύπου με συνέπεια την αυτοεξορία.
Στην αρχή της νουβέλας ο αναγνώστης αναρωτιέται αν ο Μερσώ είναι ένας κενός άνθρωπος χωρίς αισθήματα και προσδοκίες. Αν είναι ένα χαρτί που θέλει να μείνει άγραφο. Αν δε θέλει να αναπτύξει συναισθηματικούς δεσμούς με κανέναν. Ποια είναι τα στοιχεία που καθιστούν τον ήρωα ξένο και κυρίως ξένο από ή προς ποιόν; Μήπως εν τέλει έφερνε τον περίγυρό -και όχι τον εαυτό του- αντιμέτωπο με την ταυτότητα, δηλαδή αντιμέτωπο με μια ανοίκεια κατάσταση μετεωρισμού ανάμεσα στον Εαυτό και στον Άλλο;
Σήμερα πέθανε η μαμά. Μπορεί και χθες, δεν ξέρω[22], είναι η πρώτη φράση της νουβέλας. Σε πρώτη ανάγνωση ο Μερσώ παρουσιάζεται σαν ένας αδιάφορος και αναίσθητος νέος ή σαν ένας χαρακτήρας ελλιπής, που μπαίνει στη διαδικασία της σκέψης ελάχιστες φορές. Αρχικά, νιώθει δυσφορία στην ανθρώπινη επαφή, όταν για παράδειγμα ο θυρωρός του γηροκομείου του κάνει χειραψία (μου έσφιξε το χέρι και το κράτησε τόση ώρα που δεν ήξερα πώς να το τραβήξω[23], η παρουσία στην πλάτη μου μ’ ενοχλούσε[24]). Έπειτα, αρνείται να δει το λείψανο της μητέρας του, χωρίς να ξέρει γιατί ακριβώς το κάνει αυτό (όταν ο θυρωρός τον ρωτάει γιατί δεν το βλέπει απαντά με φαινομενική απάθεια πως δεν ξέρει).
Κατά τη διάρκεια της κηδείας μνημονεύει τέσσερις φορές τον ύπνο και δύο φορές αποκοιμιέται ο ίδιος. Ενοχλείται από τις εκδηλώσεις συναισθημάτων, όπως το κλάμα μιας γυναίκας (Θα ήθελα να μην την άκουγα πια[25]) αλλά και από την απόλυτη σιωπή (δυσανασχετούσα με τη σιωπή όλων αυτών των ανθρώπων[26]) ή το πλατάγιασμα που ακουγόταν από κάποιους γέρους που πιπίλιζαν το μάγουλό τους (άφηναν ν’ ακούγεται τούτο το περίεργο πλατάγιασμα[27]). Στο μεγαλύτερο μέρος της τελετής, ασυγκίνητος σαν να μην επρόκειτο για την κηδεία της μητέρας του, παρατηρεί τους ανθρώπους και κυρίως τη φύση κάτω από το λαμπερό φως, που μοιάζει να τον απασχολεί περισσότερο από το θάνατο.
Όπως φαίνεται από τα παραπάνω ενδεικτικά παραδείγματα η νουβέλα στο σύνολό της γεννά στον αναγνώστη μια σειρά από αλυσιδωτά ερωτήματα: ο Μερσώ είναι ένας άνθρωπος χωρίς συνείδηση; Νιώθει ξένος ή αποξενώνεται από το περιβάλλον του ένας άνθρωπος που αναζητά τη φυσική του ταυτότητα ανεξαρτήτως εθνικών, εθνοτικών, κοινωνικών, θρησκευτικών και άλλων ετικετών; Αποκλίνει από το στερεότυπο του σωστού γιου ένας μεγάλος άντρας που δεν κλαίει στην κηδεία της μητέρας του, επειδή θεωρεί ότι ο κύκλος της ζωής της αλλά και της σχέσης τους είχε κλείσει; Διαφοροποιείται από το τυπικό μοντέλο του γάλλου αποίκου της Αλγερίας ένας άνθρωπος που δεν επενδύει σε τίποτα (μέλλον, εργασία, σχέσεις) και με τίμημα τη ζωή του επιλέγει να μην αναφέρει στο δικαστήριο πως η δολοφονία ενός Άραβα συνέβη ενώ βρισκόταν σε άμυνα; Είναι αλλόκοτος αυτός που όταν στερεί τη ζωή ενός ανθρώπου δε νιώθει ενοχές ή μεταμέλεια αλλά μόνο στιγμιαία δυστυχία, επειδή διατάραξε τη συμπαντική σιωπή με τον πυροβολισμό του; Είναι υπάνθρωπος όποιος υπακούει στο φυσικό εαυτό του και όχι στο αλλοτριωμένο και εκ γενετής ετεροπροσδιορισμένο εγώ του;
Η φλυαρία - ό, τι πιο ανυπόφορο, ένδειξη ξεπεσμού[28], γράφει ο Καμύ τον Οκτώβρη του 1937 στα σημειωματάρια. Είναι γεγονός ότι όποιος δε ζει φλύαρα και δεν προσλαμβάνει τον εαυτό του μέσα από τους άλλους, θεωρείται ξένος και απομονώνεται από την κοινωνία. Όποιος, δηλαδή, δεν επιθυμεί να δεσμευτεί με αυτούς ή να εκφράσει τα συναισθήματά του (αν νιώθει κάποια) οδηγείται αναπόφευκτα στο περιθώριο. Επομένως, κατά-κρίνονται ως ξένοι όσοι ζουν μονολεκτικά, στιγμή τη στιγμή, ούτε καν μέρα τη μέρα.
Ο Μερσώ πηγαίνει κόντρα στους γραπτούς και άγραφους νόμους σύμφωνα με τους οποίους κάθε έλλογο ον οφείλει να νιώθει και να εκφράζει ενοχές, μεταμέλεια, φόβο και άγχος μπροστά σε αυτό που το δίκαιο και η θρησκεία όρισαν ως έγκλημα και αμαρτία. Ο Καμύ δομεί ένα αντικομφορμιστικό ήρωα ο οποίος, απλώς γιατί έτσι, βιώνει κάθε στιγμή με οδηγό τις αισθήσεις και όχι τη λογική. Φαίνεται πως στον Ξένο η ουσία της ύπαρξης εντοπίζεται στην αυθόρμητη δράση και όχι στην ανάλωση σε σκέψεις και αναζητήσεις νοήματος της ζωής. Και αν κάποιες φορές το ζην ελευθέρως καταπατά την ελευθερία του άλλου, έτσι είναι η ζωή, κατά τον Καμύ: ένα άσκοπο, συνεχές και επαναλαμβανόμενο παράλογο· μια ανόητη, άκαρπη και ανέλπιδη προσπάθεια με μοναδική νίκη αυτή που δεν θα κερδίσει ποτέ[29]. Αλλά το ξέρει.
Η αλγερινή κοινωνία αντικατοπτρίζει κάθε κοινωνία που θεωρεί έγκλημα την απόκλιση από την τυπική (αλήθεια, με βάση τι;) συμπεριφορά και η αυτοεξορία, που έπεται της περιθωριοποίησης, μοιάζει μονόδρομος για τον αντισυμβατικό Μερσώ. Στον Ξένο ο α-παθής, θεωρείται από το σύνολο αλλά και από τη Δικαιοσύνη άψυχο κτήνος, γιατί είναι παγιωμένο πως οι φυσιολογικοί άνθρωποι πρέπει να πάσχουν. Όχι όμως και οι φυσικοί. Ο φυσικός Μερσώ δεν ψάχνει να βρει αιτιοκρατικές σχέσεις πίσω από τις πράξεις του και απαντά αυθόρμητα -κατά τον ίδιο, απάνθρωπα κατά τους άλλους- Δεν ξέρω, Το ίδιο μου κάνει, Όχι, δεν σ’ αγαπώ, Φυσικά, θα παντρευόμουν οποιαδήποτε μου έκανε πρόταση γάμου.
Πριν φύγω απ’ το γραφείο για το μεσημεριανό, έπλυνα τα χέρια μου. Μ’ αρέσει πολύ τούτη η στιγμή το μεσημέρι. Το βράδυ, μ’ αρέσει λιγότερο, επειδή η περιστρεφόμενη πετσέτα είναι εντελώς υγρή: χρησιμοποιήθηκε όλη τη μέρα.[30] Ο Μερσώ δεν θέλει να καταντήσει μια υγρή από την υπερβολική χρήση πετσέτα. Ξεχνά να φιλήσει τη Μαρί, δεν ξέρει ή δεν θέλει να ερμηνεύσει τη συμπεριφορά του, αποφεύγει ή αποτυγχάνει να εκφράσει τα αισθήματά του (Τη βρήκα πολύ όμορφη μα δεν κατάφερα να της το πω[31]) και άλλοτε φέρεται με αφέλεια· όμως πάντα μένει πιστός στην ιδιάζουσα ηθική του, που βασίζεται στη δική του τραχιά αλήθεια: Όλα τα υγιή άτομα είχαν ευχηθεί, άλλο λίγο, άλλο πολύ, το θάνατο εκείνων που αγαπούσαν.
Κατά τον Καμύ, υπάρχουν άνθρωποι που δεν είναι υπήκοοι της ανάγκης”[32] και χτίζουν το βασίλειό τους από την άλλη μεριά[33]. Απαλλάσσονται από την πίστη και δεν επιτρέπουν στον εαυτό τους να τρέφει αυταπάτες, με τον ίδιο τρόπο που ο Μερσώ επιστρατεύει τη λογική για να νικήσει την ελπίδα και απεκδύεται γρήγορα το σωσίβιο της αίτησης χάριτος από το δικαστήριο. Καμιά από τις βεβαιότητες του ιερέα δεν άξιζε ούτε όσο μια τρίχα από μαλλιά γυναίκας. Δεν ήταν καν βέβαιος ότι ήταν ζωντανός αφού ζούσε σαν πεθαμένος[34], λέει λίγες στιγμές πριν το θάνατό του. Ζει κάθε στιγμή τόσο έντονα, που θεωρεί την αυτοκτονία των αισθήσεων και την πίστη σε μεταφυσικές δυνάμεις λιποταξία από το παρόν.
Ο Καμύ με τον Ξένο μελετά την ανθρώπινη ψυχή ενός ανθρώπου, συλλέκτη εμπειριών δίχως ελπίδα μόνιμης στεριάς[35], που, ενώ νιώθει αθώος, πρέπει να πεθάνει, για να πάρει το μάθημά του: ότι αφού είναι θνητός πρέπει να νιώθει ένοχος. Σε μια δίκη γεμάτη συμβολισμούς (Άραβας, δικαστές, πλήθος) ο Μερσώ εξαναγκάζεται σε αυτοεξορία, καθώς νιώθει τόσο μέσα στον εαυτό του που ο κόσμος είναι τελείως εκτός του[36]. Η έλλειψη κάθε αντίδρασης, ενώ πλησιάζει όλο και πιο κοντά στη γκιλοτίνα, υποδηλώνει αποδοχή όχι μόνο του εαυτού του αλλά και της πραγματικότητας ότι το σύμπαν μένει αδιάφορο απέναντι στις προσπάθειες του ανθρώπου.
Νοσταλγία για ενότητα, ελευθερία και απόλυτο
“Μπορώ ν’ αρνηθώ τα πάντα για τούτο το κομμάτι του εαυτού μου που ζει με αβέβαιες νοσταλγίες, εκτός από αυτόν τον πόθο της ενότητας, αυτή τη δίψα γι’ αποφάσεις, αυτή την απαίτηση για σαφήνεια και συνοχή. Μπορώ ν’ αντικρούσω τα πάντα σ’ αυτό τον κόσμο που με περιβάλλει, με αντιμετωπίζει εχθρικά ή μ’ ενθουσιάζει, εκτός από το χάος, τούτο το τυχαίο που βασιλεύει παντού και τη θεϊκή ισοδυναμία που γεννιέται από την αναρχία[37] ”.
Ο Μερσώ αποδεχόμενος τη θνητότητά του παραδέχεται ότι δεν είναι σε θέση να γνωρίζει αν ο κόσμος έχει ένα νόημα που τον ξεπερνά· αλλά ακόμη κι αν έχει, λόγω περιορισμένων ανθρωπίνων δυνατοτήτων, αδυνατεί να μάθει αυτό το νόημα. Περιορίζεται, λοιπόν, στην αντίληψη όσων του επιτρέπει η θνητότητά του να κατανοήσει, έχοντας ένα αδιαφιλονίκητο ασυμβίβαστο κατά νου: ότι πάντα θα νιώθει δίψα για το απόλυτο και την ενότητα και ότι ο κόσμος δεν μπορεί να περιοριστεί σε μια ορθολογική και συνετή αρχή[38].
Στην προσπάθεια-απαίτηση να εξοικειωθεί με τον κόσμο, που υπερβαίνει την ανθρώπινη αντίληψή του, προσκρούει σε έναν παραλογισμό: διατηρώντας την αλήθεια του, οφείλει να υποστηρίξει ό, τι του φαίνεται προφανές ακόμη και αν είναι εναντίον του[39]. Αυτό εξηγεί και γιατί δεν μπήκε καν στη διαδικασία να υπερασπιστεί τον εαυτό του στη δίκη. Ο Χειμωνάς χαρακτηρίζει την α-φασία απεξάρθρωση συνειδησιακού παρόντος[40] και υποστηρίζει ότι λέξη είναι μια εγκυστωμένη ποσότητα ζωντανής συνείδησης[41]· αυτή η προσέγγιση μάλλον εξηγεί γιατί ο Μερσώ επιλέγει να μιλά ελάχιστα: επειδή δε θέλει να χάσει ούτε ένα κομμάτι της ενσυνειδησίας του.
Είναι πάλι ο Χειμωνάς αυτός που μπορεί να εκφράσει με λέξεις πώς η αισθησιακή ζωή συνδέεται με τη συνείδηση και την αφασία, δύο έννοιες που αγκαλιάζουν το Μερσώ σε όλη τη διάρκεια του έργου: χάρη στην πρωταρχική ιδιότητα της συνείδησης που είναι η Αίσθηση, το πράγμα εισέρχεται στο άλεκτο πεδίο συνείδησης - δηλαδή εν-νοείται, αναγνωρίζεται, οικειώνεται, ταξινομείται στην ειδολογία της πραγματικότητας, μεταμοσχεύεται στο συνειδησιακό ιστό και μεταστοιχειώνεται σε συνειδησιακό μόριο, επιδεκτικό κατονομασίας και, εν συνεχεία, δια-νοητικών χειρισμών[42].
Για τον Καμύ πατρίδα είναι η συνείδηση - η συνείδηση κάθε ανώνυμου όντος[43] - και επιστροφή σε αυτήν αποτελεί η εγρήγορση και η διαύγεια του πνεύματος κατά τη διάρκεια της εσωτερικής ανηφορικής πορείας προς την αποδοχή του παραλόγου. Όταν ο εξαθλιωμένος άνθρωπος έχει επίγνωση του μαρτυρίου του, νικά τη μοίρα, γιατί κανένα πεπρωμένο δεν αντέχει την περιφρόνηση[44]. Ακόμη, αγγίζει την ενότητα, που κατά τον Καμύ είναι συνώνυμη της ευτυχίας. Ο Μερσώ κατά τη διάρκεια της ζωής, της δίκης αλλά και της παραμονής του στη φυλακή, αναμετράται με το αναπότρεπτο πεπρωμένο του χωρίς να επιτρέπει να τον καταβάλει. Βιώνοντας κάθε στιγμή με νηφαλιότητα και συγκρότηση, διατηρεί συνεκτική την ύπαρξή του ενώ κατακερματίζει την ειμαρμένη.
Συνείδηση είναι η στιγμή έκστασης του καθημερινού ανθρώπου, ο φωτισμός της αυταπάτης της ανώφελης υπαρκτικότητας και ο μετασχηματισμός του αυτονόητου σε α - νόητο[45]. Στον Ξένο του Καμύ η επιστροφή στη συνείδηση φαντάζει ματαιωμένη αν προηγουμένως δεν προηγηθεί εξέγερση και παραίτηση από κάθε ελπίδα. Μόνο τότε ο άνθρωπος θα νιώσει δούκας στο ανεξάρτητο κρατίδιο της ύπαρξης του: εάν αποδεχτεί ότι είναι ένας θνητός πλην όμως αυτοσυνείδητος Σίσυφος, που επιστρέφει στο παράλογο μικρόκοσμό του σπρώχνοντας ασταμάτητα το βράχο της μοίρας του. Εάν νιώσει ελεύθερος μέσα στον παραλογισμό της ζωής.
Για τον Καμύ ελευθερία είναι η υπέρβαση του φόβου του θανάτου και της παραδοχής της δυαδικότητας της σκέψης και της δράσης[46]. ‘Εκείνο που μετράει είναι η δυνατότητα απόδρασης, ένα άλμα έξω από το αδυσώπητο τελετουργικό[47] ενώ η ευτυχία συνοψίζεται στο να μπορεί κανείς να δει μέσα στη φυλακή του να χρωματίζεται ο ουρανός από το φως μιας καινούριας μέρας[48]. Με στωική καρτερικότητα αποδέχεται ότι είναι ένας ελεύθερος πολιορκημένος[49] της μοίρας, που δε ζει σε βάρος κανενός και κατέχει την αλήθεια πως δεν υπάρχει χαρά της ζωής δίχως απουσία ελπίδας για τη ζωή[50].
Αν μια έννοια στον Ξένο αποτελεί αυτό που ο Ρολάν Μπαρτ ονομάζει λέξη φλογερή, πολύμορφη, ασύλληπτη, υπόλειμμα και συμπλήρωμα, φερόμενη και συγχρόνως ακίνητη είναι ο θάνατος, αυτή η λέξη-μάνα που διατρέχει όλο το έργο και καταδεικνύει την πολυμορφία του παραλόγου παίρνοντας διάφορες όψεις: φυσικός θάνατος μάνας, ολονυκτία, κηδεία, διαπεραστικός ήλιος, φόνος, δίκη, καταδίκη, αδικία, φόβος, αγωνία, εκτέλεση της ποινής[51]. Ο Μερσώ αποστάζει το θάνατο μέσα από το συναισθησιακό φίλτρο της ένταξής του μέσα στον προσωπικό του χωροχρόνο: με μόνο το παιχνίδι της συνείδησής μου μεταμορφώνω σε κανόνα ζωής αυτό που συνάντησα σαν πρόσκληση για το θάνατο και αρνιέμαι την αυτοκτονία”[52]
Παρόλα αυτά, ο Μερσώ κατά τους έντεκα μήνες που περνάει έγκλειστος, μακριά από τη λατρεμένη του φύση, και ενώ βιώνει καταστάσεις που θα οδηγούσαν άλλους ανθρώπους σε ακραίες συμπεριφορές και εκδηλώσεις, ο ίδιος μένει ατάραχος και καμία στιγμή δεν στρέφεται στην ηθική παραίτηση της αυτοκτονικής λύτρωσης. Αντίθετα, όσο περισσότερο καιρό είναι δεσμώτης, τόσο περισσότερο διατηρεί ανέπαφο το πνεύμα του και μάχιμη την εσωτερική του ελευθερία. Επίσης, όπως θα έλεγε ο κατεξοχήν φιλόσοφος του πεσιμισμού Σοπενάουερ, έχει αντιληφθεί πως η απώλεια της ατομικότητάς του, δηλαδή η αυθαίρετη αυτοκαταστροφή του, θα ήταν μάταιη από τη στιγμή που θα άφηνε ανεπηρέαστο το ρου της ζωής στο σύνολό της.
Με ποιόν τρόπο το πετυχαίνει αυτό ο Μερσώ; Χάρη στην αντιληπτική διαύγεια και ευφυΐα του· αναγνωρίζει ότι είναι ένας παράλογος άνθρωπος – ένας χαρακτήρας εικονοκλαστικός, που έχει παγιδευτεί στο πλέγμα επανάσταση, ελευθερία, πάθος[53]. Αν η τάση προς το ιδανικό απουσιάζει από το Μερσώ είναι γιατί γνωρίζει πως μια τέτοια ροπή θα ήταν ανέλπιδη νοσταλγία[54]. Συνειδητοποιεί ότι ο κόσμος δεν είναι παράλογος από μόνος του αλλά μέσα από την ίδια τη συνειδητοποίηση του παραλόγου. Επομένως, αντιλαμβάνεται τη ζωή ως προϊόν αντινομίας, δηλαδή, ότι ο άνθρωπος καθίσταται παράλογος εξαιτίας της ταυτόχρονης παρουσίας του μέσα στον παράλογο κόσμο.
Σύμφωνα με το Δημήτρη Καπετανάκη ο ψυχικά μόνος αγωνίζεται και συνομιλεί με το Ένα στην προσπάθειά του να χτίσει μια γέφυρα που θα τον συνδέσει με τον άλλο, μέσα από τα πολυάριθμα πλέγματα της ιστορικής ζωής και πάνω από το χάσμα της τυχαιότητας και της συμβατικότητας[55]. Ο έρωτας, για τον οποίο ο Μερσώ κατηγορήθηκε, αποτελεί τη μοναδική απολύτρωση της ατομικής μοναξιάς, παρά την επίγνωση ότι η παροδικότητα της ανάγκης των πραγμάτων υπερισχύει της αιωνιότητας, που είναι η πιο βαθειά ανάγκη του έρωτα[56]. Ο άνθρωπος δεν παύει ν’ αναζητά στη ζωή των άλλων το νόημα της δικής του μοίρας, αν και δεν υπάρχει τίποτα πιο απόλυτα ατομικό από αυτήν[57].
Νόστος
Ο λόγος κι η συνείδηση δεν καίνε την ύπαρξη αλλά την ξορκίζουν[58]
Ο pied-noir Καμύ, κατασκευάζει ένα Μερσώ πρωταγωνιστή στο οντολογικό film noir της ύπαρξής του: καπνίζει ράθυμα, ζει αισθησιακά, οπλοφορεί, εμπλέκεται σε εγκληματική ενέργεια και καταδιώκεται ώσπου καταλήγει έγκλειστος σε ένα κελί. Η φυλακή είναι σκιόφωτη σαν τη ζωή του, που αρχικά περιλούζεται από τον καυτό ήλιο της Αλγερίας - αυτό τον ήλιο που έμελε να τον οδηγήσει στο σκοτάδι της φυλακής και στην άβυσσο του θανάτου. Χάρη στη φυγόκεντρη κίνησή του, το σκάει από την αστική ζωή αλλά όχι και από τη μοίρα, που ισοπεδώνει σαν οδοστρωτήρας τη σισύφεια προσπάθεια των ανθρώπων να την αποδεχτούν.
Κατά τους Στωικούς ο πρωταρχικός στόχος του ανθρώπου θα έπρεπε να είναι η ευδαιμονία και ο δρόμος που οδηγεί σε αυτή, δηλαδή η εξασφάλιση γαλήνης και ηρεμίας στην ψυχή. Η αγάπη και η προσφορά για την πατρίδα είναι το πρώτο βήμα της αγάπης και της προσφοράς για την μεγάλη πατρίδα όλων, την Κοσμόπολι της ανθρωπότητας και του σύμπαντος[59], μίας συμπαντικής Πολιτείας με σαφείς, δίκαιους αλλά και απαράβατους φυσικούς νόμους[60]. Στους νόμους αυτής ή μιας παρόμοιας Πολιτείας φαίνεται να υπακούει και ο Ξένος.
Όπως για τους Στωικούς, έτσι και για τον αισθησιακό Μερσώ, ζητούμενο του βίου είναι το κατά Φύσιν ζην, το οποίο εξασφαλίζεται από την αξιοποίηση του Λόγου, δηλαδή του πυροειδούς πνεύματος. Όμως τον απασχολεί και το κατά Αρετήν ζην, δεδομένου ότι ο άνθρωπος είναι κομμάτι της παγκόσμιας φύσης και το φυσικό ανοίγει το δρόμο προς την αρετή ενώ κάθε ξεστράτισμα οδηγεί στην κατάσταση του παρά φύση και επομένως στην απώλεια της αρετής[62]. Ελευθερία κατά τους Στωικούς είναι η αυτοπραγία και επιτυγχάνεται όταν κανένα εξωτερικό εμπόδιο δεν αναχαιτίζει την ορμή αλλά και τη διάθεση συγκατάθεσης με τη νομοτέλεια ότι ο εντεταγμένος κατά ορθό τρόπο στα φυσικά πλαίσια ζει κατά φύση[63].
H διανοητική ακεραιότητα του Μερσώ απειλείται μόνο όταν έρχεται σε επαφή με τον ιερέα της φυλακής αλλά και πάλι δεν κλονίζεται: περνά στην επίθεση προκειμένου να μην ακυρώσει την παραμονή στην πατρίδα του: την ενσυνειδησία. Αυτή -παρά τη φθορά που συχνά υπόκειται από την εξωτερική αλλοτρίωση, τον πόνο, την ταλαιπωρία και τον καθημερινό ανθρώπινο κόπο- καταφέρνει να διατηρηθεί αλώβητη. Ο αθεϊστικός υπαρξισμός, που πρέσβευε ο Καμύ, πραγματεύεται την ανθρώπινη ύπαρξη ερήμην του Θεού και ενσαρκώνεται στο χαρακτήρα του Μερσώ. Δεν πρόκειται απλά για ψήγματα αγνωστικισμού· φαίνεται πως όπως για τον Καμύ, έτσι και για το Χειμωνά, συνείδηση είναι η συνάντηση του ανθρώπου με τον κόσμο, η διάλυση της ατομικής ουσίας μέσα στην παγκόσμια[64].
Ο Μερσώ δεν καταφεύγει στην ενσυνειδησία παρακινημένος από φόβο, ελπίδα ή κάποιο εξωτερικό ερέθισμα· την επιλέγει γιατί τη θεωρεί την ύψιστη αρετή που μπορεί να κατακτηθεί από τον άνθρωπο. Αντιλαμβάνεται ότι ο Θεός διαχέεται στο σύμπαν και πως η μοίρα αποτελεί μια φυσική νομοτέλεια που υπαγορεύεται από αυτόν. Παραδέχεται μόνο ό, τι μπορεί να συλλάβει ο νους και να νιώσουν οι αισθήσεις του, γιατί ο Μερσώ είναι ένας πρώτος άνθρωπος: Όλοι αυτοί που ζουν χωρίς ν’ αφήσουν ίχνη, αλλά που συγχρόνως συνθέτουν σαν άτομα τον κόσμο, είναι οι πρώτοι άνθρωποι και έχουν μια απληστία για ζωή που συνυπάρχει με μια κρυφή θλίψη, άσβεστη, σαν μόνιμη επωδός της ύπαρξής τους[65].
Ο Μερσώ, εξοβελίζοντας τις απειλητικές (για την πνευματική του διαφάνεια) ροπές της βούλησης, περιφράσσει τη συνείδησή του με α-πάθεια και εξασφαλίζει την αφομοίωσή του από τη φύση, που είναι ομοσύστατη της αμιγούς συνείδησης. Η κατάκτηση της εσωτερικής ευδαιμονίας τον καθιστά υπαρξιακά ελεύθερο και πλήρη καθώς λιθοποιείται σαν την πέτρα: φθείρεται μόνο εξωτερικά ενώ κρατά αδιάβρωτη την ηρεμία της ψυχής του[66]. Ο μικρός -πλην όμως α-κανόνιστου σχήματος Μερσώ- αποτελεί απαραίτητο κομμάτι για την ολοκλήρωση του συμπαντικού πάζλ, το οποίο συμπληρώνει, αφού πρώτα συμμορφωθεί στις επιταγές της ενδότερης φωνής του.
Θεωρεί χάσιμο χρόνου την πίστη σε μια ανώτερη ύπαρξη που δεν χωρά στα μέτρα του μυαλού του. Πιστεύει στον ίδιο τον άνθρωπο και όπως χαρακτηριστικά γράφει στον πρώτο τόμο των Επίκαιρων: το μεγαλείο του ανθρώπου βρίσκεται στην απόφασή του να είναι πιο δυνατός από τη μοίρα του[67]. Αυτή η γενναία απόφαση προϋποθέτει επίγνωση του ανθρώπινου διχασμού και συνοδεύεται από νοσταλγία για ψυχική ενότητα· ατομική αλλά και πανανθρώπινη.
Ο Μερσώ, αρνούμενος τη βολική προσδοκία της αιωνιότητας, γνωρίζει ότι αυτός ο κόσμος δεν μπορεί να ερμηνευτεί λογικά και πως αν υπάρχει δημιουργός σίγουρα δεν μπορεί να είναι και δίκαιος κριτής[68]. Η αποδοχή του θανάτου, σε οποιαδήποτε ηλικία και υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, αποτελεί την ύψιστη πράξη συμβιβασμού με την ανθρώπινη φθαρτότητα. Μοιάζει να πρεσβεύει πως μόνο αν φτάσει στην ακινησία θα μπορεί να ταξιδέψει παντού[69]. Ο Μερσώ δεν επιστρέφει απλά στη φύση αλλά επί τέλους αφομοιώνεται από το χώμα και αποτελεί μια κουκίδα του αιώνιου σύμπαντος, ενώ μέχρι τότε, διάφανος καθώς ήταν, έβρισκε αντικατοπτρισμό μόνο κοιτώντας το κενό.
Αν κατά το Νεοπλατωνισμό ηθικός προορισμός του ανθρώπου είναι η επανάκαμψη της ψυχής στην αρχική της κοιτίδα, το Εν, ο Μερσώ συνειδητά ή ασυνείδητα επιτυγχάνει -ή τουλάχιστον προσπαθεί- την ενότητα των τεσσάρων αδιάσπαστων μερών: του ενός, του νου, της ψυχής και του αισθητού κόσμου. Το βασικό στάδιο του εσωτερικού νόστου του Μερσώ είναι η επιστροφή της ψυχής και του νου στο διαυγές Εν. Ο νόστος στον παγκόσμιο νου καταργεί τη νοητική πολλαπλότητα της ύλης και πετυχαίνει την επαναφορά στο αμέριστο Εν, στην ουσία, που χαρακτηρίζεται από τη ζωή του φωτός και αποτελεί τη σχεδία της ψυχής που επιστρέφει ξυλάρμενη στη φωτεινή πατρίδα[70]. Μετά από αυτή την επισήμανση, οι διαρκείς αναφορές στον ήλιο της Αλγερίας κάθε άλλο παρά τυχαία λαμβάνουν χώρα στο διήγημα του Καμύ.
Στο σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμο να επισημανθούν και διάχυτα (στο έργο) σπέρματα της Επικούρειας φιλοσοφίας, σύμφωνα με την οποία οι θεοί δεν επιβραβεύουν ούτε τιμωρούν τους ανθρώπους, το σύμπαν είναι άπειρο και αιώνιο και τα γενόμενα στον κόσμο συμβαίνουν τελικά με βάση τις κινήσεις και τις αλληλεπιδράσεις των ατόμων που διακινούνται στον κενό χώρο. Το κενό φιλοξενεί τα σώματα και ο χρόνος κάνει δυνατή την κίνησή τους στο αέναο σύμπαν. Στην Επικούρεια φιλοσοφία αλλά και στον Ξένο, δεν είναι τόσο το τέλος ενός εκ των φθαρτών σωμάτων απειλητικό όσο οι προλήψεις γύρω από αυτό το τέλος, που περισσότερο αποτελεί στέρηση των αισθήσεων ενός ανθρώπου παρά πλήγμα τους[71].
Η επικούρεια ρήση κι αν ακόμη βασανιστεί ο σοφός παραμένει ευτυχισμένος αλλά και η αρχή λάθε βιώσας αποτελούν βασικές προϋποθέσεις για την απόκτηση δύο σπουδαίων αρετών: της γαλήνης και της αταραξίας.[72] Ο Μερσώ φαίνεται να υιοθετεί τη φράση του Διογένη Λαέρτιου πως είναι προτιμότερο να ατυχεί κανείς και να έχει το γαλήνιο λογισμό του παρά να ευτυχεί και να είναι πνευματικά ανάπηρος[73]. Χάρη στην ύψιστη ηδονή - το νήφοντα λογισμο[74] – αλλά και στη γνώση της αλήθειας, ο κεντρικός ήρωας φαίνεται να απαλλάσσεται από πάθη όπως η λύπη, η οργή και ο φόβος, διατηρώντας νηφάλιο τον ψυχισμό του.
Λαμβάνοντας υπόψη τη φιλία του Καμύ με το Σαρτρ, ο Μερσώ θα μπορούσε να ιδωθεί και υπό υπαρξιστικό-ουμανιστικό πρίσμα. Η καλλιέργεια της πεποίθησης ότι ο άνθρωπος είναι τμήμα της φύσης και, για να μπορέσει να την προσεγγίσει και να την καταστήσει δική του, οφείλει να χρησιμοποιεί τα όργανα που η ίδια η φύση του παρέχει, δηλαδή τις αισθήσεις του, αποτελεί τη βασική θέση των ουμανιστών, που αγγίζει την ενσυναισθησία. Αυτή η προσέγγιση πλησιάζει και την Αριστοτελική εντελέχεια, γιατί σε πολλά σημεία ο Μερσώ προσπαθεί και συχνά καταφέρνει να γίνεται από δυνάμει οντότητα εν ενεργεία ον που επιστρέφει στη διαχέουσα εσωτερική πρώτη ύλη του και ταυτίζεται με την ενδότερη ουσία του.
Η χαρακτηριοδομή του Μερσώ είναι εντυπωσιακή, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς πως σε αυτή βρίσκονται χτισμένα ακόμη και ψήγματα της Θεωρίας του Μηδενικού Σημείου. Ο Κάμυ πλάθει τον κεντρικό του ήρωα σαν να γνωρίζει τη βασική θέση των επιστημόνων που διατύπωσαν τη θεωρία για το ηλεκτρομαγνητικό κβαντικό κενό: η συνείδηση της ζωής δεν είναι μια απομονωμένη οντότητα· ο ανθρώπινος νους και το σώμα δεν είναι διαχωρισμένα από το περιβάλλον τους αλλά αποτελούν ένα πακέτο παλλόμενης ενέργειας χάρη στο οποίο ο ίδιος ο άνθρωπος αποτελεί τμήμα του δυναμικού ιστού ενεργειακών αλληλεπιδράσεων, είναι αδιαίρετος από το περιβάλλον του και ο εγκέφαλός του καταγράφει τον κόσμο μέσα από παλλόμενα κύματα[75]. Η παραπάνω θεωρία, όσο και αν φαινομενικά μοιάζει παράταιρη, ουσιαστικά αιτιολογεί το φόνο του Μερσώ.
Μήπως ο θάνατος δεν μας θεραπεύει πάντα από την ανάγκη της αθανασίας;[76] Τι αποτελεί τον ιδιάζοντα νόστο του Μερσώ; Η απέλπιδα επανάσταση του ατόμου που θέτει υπό αμφισβήτηση τον κόσμο, πηγαίνει κόντρα στην πραγματικότητα που συντρίβει και διαλύει και ξαναδίνει αξία και μεγαλείο στη ζωή μέσα από τη διέγερση της διάνοιας και της υπερηφάνειας[77]. Γνωρίζει πως η αφιλόξενη ανυπαρξία, που βασιλεύει έξω από το μικρόκοσμο του, εκμηδενίζει τον επαναπατρισμό στη δυσκολοκατάκτητη πατρίδα του: τη συνείδηση.
Το Μερσώ μια τρομαχτική τόλμη τον περιβάλλει τώρα αλλά δεν λέγεται και δεν δρα. Σαν μία χάρη αποτρόπαιη σαν στυγερή χάρη τον περιβάλλει. Η αποκορύφωση του ανθρώπου είναι να μη χρησιμοποιεί. Τόσον καιρό αυτήν την τόλμη την αντίσκοβε εκείνη η δειλία αλλά και με τριξίματα την προανάγγελνε κι ετοίμαζε. Στο τέλος των συναισθημάτων υπάρχει πάντα ένας απέραντος κήπος που οδηγεί στα αντίθετα συναισθήματα. Γιατί αντίθετα συναισθήματα δεν υπάρχουν. Ο φανερωμένος αδελφός είναι αβάσταχτος και καταστροφικός για τους ανθρώπους[78]
Σαν άλλος Κάιν -συναισθηματικός με έναν έκλυτο τρόπο[79]- σκοτώνει τον Άβελ που κατοικεί μέσα του, για ν’ αγγίξει την άχρονη, διφορούμενη έννοια των πραγμάτων/που κάνει τη ζωή μας θάνατο, την αγάπη μας μίσος/Το αίμα μου που πλημμυράει στην κρεβατοκάμαρα τραγουδαέι: «Είμαι ο αδελφός μου ανοίγοντας τη θύρα»”[80]. Ο Μερσώ γνωρίζει πως πρέπει είτε να κλείσει τα πατζούρια είτε να ανοίξει τα παράθυρα της ύπαρξής του και επιλέγει το δεύτερο· ανοίγει τα παράθυρα προς το ατελεύτητο σύμπαν σαν να γνωρίζει ότι όταν θα’ ναι πια όλα χαμένα θα βρούμε το Άπειρο[81].
Ο Μερσώ, πρότυπο του γνήσιου ανθρώπου - κυνηγού της προσωπικής του αλήθειας, αφού διανύσει μια σύντομη αλλά διάφανη πορεία στη ζωή, αγκαλιάζει για πρώτη φορά την τρυφερή αδιαφορία του κόσμου[82]. Ενώνεται σαν τίποτα με τον ωκεανό για να γνωρίσει το απέραντο στον άλλο του εαυτό[83]. Προσδοκά τη συμφιλίωση με το σύμπαν και διακρίνεται από μια ορμή προς το αιώνιο[84], δηλαδή από την επιθυμία για επιστροφή στο άχρονο και παντοτινό, στη μητέρα γη μέσω του αιώνιου ύπνου, του θανάτου. Ξέρει ότι θα πνιγεί στις δίνες της μοίρας αλλά αγωνίζεται και με τη σιωπή του φωνάζει: Και να με λένε Οδύσσεια. / Καταμεσής της θάλασσας χωρίς σκαρί /χωρίς συντρόφους και πανιά / στ’ απόκρημνα νερά / χωρίς για μένα γυρισμό / μόνο να ταξιδεύω[85].
Τελικά, ο Μερσώ του Καμύ έχει κατακτήσει τη γνώση πως ο θάνατος όπως ο έρωτας κι όπως η γέννα ο θάνατος είναι θαύμα και αδιαντροπιά[86] και δείχνει πόσο ανυπεράσπιστοι είμαστε κι έρμαια[87], γιατί για να τελειώσουμε το φόβο πηγαίνουμε στο φόβο. Για να τελειώσουμε το θάνατο κάνουμε θάνατο.[88] Είχε κατανοήσει πως ό, τι γεννιέται είναι μια τελευταία γέννηση. Καμιά γέννηση δεν επιτρέπεται στον άνθρωπο αφού κι ο άνθρωπος είναι μια τελευταία γέννηση[89]. Άραγε ο Μερσώ ήξερε κάποιος ποιός πραγματικά ήταν; Δεν έχει πολλή σημασία. Εξάλλου το ίδιο θα του έκανε.
Γαλάτεια Βασιλειάδου, 2010
[1] Paul Ginestier, Η ζωή και η σκέψη του Καμύ, μετ: Αλέξανδρος Βέλιος, Άπειρον, χ.χ. , σ. 5.
[2] Ό. π., σ. 6.
[3] Αλμπέρ Καμύ, Ζωή, δράση, γράψιμο, εφημ. Το Βήμα, 3 Ιανουαρίου 2010, σ. 33|13.
[4] Γειτονιά απόρων κάθε εθνικότητας: Εβραίων, Αράβων και Ευρωπαίων.
[5] Paul Ginestier, ό. π.
[6] Ό.π., σ. 8.
[7] Albert Camus, Ο Ξένος, Η Πανούκλα, Η Πτώση, εισ. & μετ: Βασίλης Τομανάς, Εξάντας 19893, σ. 7.
[8] Άποικοι της Γαλλικής Αλγερίας μέχρι την ανεξαρτησία της Αλγερίας το 1962.
[9] Paul Ginestier, ό.π., σ. 8.
[10] Ο Ζαν Γκρενιέ τον μύησε στον κόσμο του Νίτσε.
[11] Albert Camus, ό. π.
[12] Paul Ginestier, ό. π., σ. 11.
[13] Μετονομάστηκε σε “Ομαδικό Θέατρο”, αφού προηγουμένως αποσπάστηκε από τον Οίκο Κουλτούρας των Κομμουνιστών.
[14] Όπως το έργο “Εξέγερση στις Αστουρίες”. Οι Αστούριες ήταν μία από τις δεκαεφτά αυτόνομες κοινότητες της Ισπανίας .
[15] Albert Camus, ό. π., σ. 9
[16] “Μου φαινόταν, μου φαίνεται πάντα, ότι δεν μπορεί να’ μαστε με το μέρος των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Κατάλαβα τότε πως απεχθανόμουν όχι τόσο τη βία όσο τη θεσμοθέτηση της βίας.” (Επίκαιρα, Ι, σ. 185), Paul Ginestier, ό. π., σ. 15.
[17] “Το μεγαλείο του ανθρώπου βρίσκεται στην απόφασή του να είναι πιο δυνατός από τη μοίρα του” Επίκαιρα Ι, σ.24.
[18] Paul Ginestier, ό. π., σ. 18.
[19] Paul Ginestier, ό. π., σ. 19
[20] Paul Ginestier, ό. π., σ. 20.
[21] Αλμπέρ Καμύ, Ζωή, δράση, γράψιμο, εφημ. Το Βήμα, 3 Ιανουαρίου 2010, σ. 33|13.
[22] Αλμπέρ Καμύ, Ο Ξένος, Καστανιώτης, Αθήνα, 1998, σ. 16.
[23] Αλμπέρ Καμύ, Ό. π., σ. 16.
[24] Ό. π., σ. 19.
[25] Ό. π., σ. 22.
[26] Ό. π.
[27] Ό. π.
[28] Albert Camus, Σημειωματάρια, Λήδα Παλαντίου, Εξάντας, 1987, σ. 62.
[29] Αλμπέρ Καμύ, Ο μύθος του Σισύφου, Δοκίμιο για το παράλογο, Καστανιώτης, Αθήνα, 2007, σ. 120.
[30] Αλμπέρ Καμύ, Ο Ξένος, ό. π., σ. 36.
[31] Ό. π., σ. 84.
[32] Κατερίνα Γώγου, Νόστος, Καστανιώτης, Αθήνα 2004, σ. 28.
[33] Ό. π., σ. 23.
[34] Ό. π., σ. 128-9.
[35] Άννα Κελεσίδου - Γαλανού, Από την αναγκαιότητα στην ελευθερία (Ο Albert Camus και το παράλογο), ΟΔΕΒ, Αθήνα 1972, σ. 65.
[36] Albert Camus and Existentialism, www,camus-society.com/albert-camus-existentialism-04.html
[37] Αλμπέρ Καμύ, Ο μύθος του Σισύφου, ό. π., σ.75.
[38] Ό. π.
[39] Ό. π., σ. 76.
[40] Γιώργος Χειμωνάς, Έξι μαθήματα για το λόγο, Ύψιλον, Αθήνα 1984, σ. 35.
[41] Γιώργος Χειμωνάς, ό. π., σ. 25.
[42] Γιώργος Χειμωνάς, Τα όνειρα της αϋπνίας, Πλέθρον, Αθήνα 1994, σ. 45-6.
[43] Αλμπέρ Καμύ, Ο μύθος του Σισύφου, ό. π., σ. 76.
[44] Ό. π., σ. 166
[45] Άννα Κελεσίδου - Γαλανού, ό. π., σ. 36.
[46] Ό. π., σ. 49.
[47] Αλμπέρ Καμύ, Ο Ξένος, ό. π., σ. 118.
[48] Ό. π., σ. 128.
[49] Άννα Κελεσίδου - Γαλανού, ό. π., σ. 68
[50] Ό. π., σ. 75.
[51] Έφη Παυλογεωργάτου, Αλμπέρ Καμύ, Ο Ξένος: Μορφές θανάτου, http://www.logotexnia.net/index.php?option=com_content&view=article&id=56%3A--l-r--&Itemid=55
[52] Αλμπέρ Καμύ, Η παρεξήγηση, Μπουκουμάνη, Αθήνα, 1973, σ. 5
[53] Ό. π., σ. 6
[54] Κωνσταντίνος Τσάτσος, Αισθητικά μελετήματα, Οι εκδόσεις των φίλων, Αθήνα 1977, σ. 104-5.
[55] Βασίλειος Λαούρδας, Φιλολογικά δοκίμια, Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη 1977, σ. 112-4.
[56] Ό. π., σ. 115.
[57] Ό. π.
[58] Γιώργος Χειμωνάς, Ο αδελφός, Πεζογραφήματα, Καστανιώτης, Αθήνα 2005, σ. 313.
[59] Ένας τεράστιος αριθμός πραγμάτων που οι άνθρωποι δέχονται από ένστικτο
[60] Οι βασικές θέσεις των Στωικών, http://www.rassias.gr/STOIC10.html
[61] Οι βασικές θέσεις των Στωικών, ό. π.
[62] Νίκος Α. Ματσούκας, Ιστορία της φιλοσοφίας, Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 2001, σ. 221.
[63] Ό. π., σ. 222.
[64] Γιώργος Χειμωνάς, Έξι μαθήματα για το λόγο, ό. π., σ. 24.
[65] Albert Camus, Ο πρώτος άνθρωπος, Μετ. Νίκη Καρακίτσου - Ντούζε, Μαρία Κασαμπάλογλου - Ρομπέν, Νέα Σύνορα, Οργανισμός Λιβάνη, Αθήνα 1995, σ. 12-13
[66] Άννα Κελεσίδου - Γαλανού, ό. π., σ. 69.
[67] Paul Ginestier, ό. π., σ. 16
[68] Paul Ginestier, ό. π., σ. 39
[69] Νικόλας Άσιμος, Αναζητώντας Κροκανθρώπους,
[70] Νίκος Α. Ματσούκας , ό. π., σ. 250-1.
[71] Ό. π., σ. 235.
[72] Ό. π., σ. 234.
[73] Ό. π., σ. 235.
[74] Ό. π., σ. 234-5.
[75] Η θεωρία του μηδενικού σημείου,
http://www.nea-acropoli-athens.gr/index.php?option=com_content&view=article&catid=43:2008-03-11-08-23-52&id=364:2010-01-04-13-20-28&Itemid=74
[76] Marcel Proust, A la Recherche du Temps Perdu, Paris, Nouvelle Revue Francaise, τ. 2, σ. 142 στο Δημήτρης Καπετανάκης, Μυθολογία του Ωραίου, Δοκίμια και ποιήματα του Δημήτρη Καπετανάκη, Χάρβευ, Λίμνη – Αθήνα 1988, σ.
[77] Αλμπέρ Καμύ, Η παρεξήγηση, ό.π., σ. 7
[78] Γιώργος Χειμωνάς, Ο αδελφός, Πεζογραφήματα, ό.π., σ.321.
[79] Ό. π., σ. 313.
[80] Δημήτρης Καπετανάκης, ό. π., σ.257.
[81] Ό. π., σ. 251.
[82] Αλμπέρ Καμύ, Ο Ξένος, ό. π., σ. 131.
[83] Νικόλας Άσιμος, Στο Φαλιμέντο, στην Παράνομη κασέτα 000006 Η Ζαβολιά, Ανέκδοτο, 1986,
http://www.asimos.gr.
[84] Δημήτρης Καπετανάκης, ό. π., σ. 83.
[85] Κατερίνα Γώγου, Με λένε Οδύσσεια, Καστανιώτης, Αθήνα 2002, σ. 18.
[86] Γιώργος Χειμωνάς, Η εκδρομή, Πεζογραφήματα, ό.π., σ. 129.
[87] Ό. π., σ. 171.
[88] Ό. π.
[89] Ό. π., Ο αδελφός, σ. 321.