Ύφαλα
Ρόχθος
Όπως τα ξέρεις
Τι να γίνει;
Όλα εφήμερα
κακός ο καιρός
ο εαυτούλης ελάχιστος
στραβός ο γιαλός.
Η μνήμη ευχή
γδυτή
τότε
σαν τώρα
εχθές
στις πλάκες του Μ.
η μνήμη ιαχή
πώς έκαιγα(ν)
στ'αλήθεια
θυμάμαι
η μνήμη φωλιά
δυο μάτια σχιστά
λιοτρίβεια κορμιά
έμπυρο το νησί
οι πέτρες
τα χείλη
κι ο στεναγμός
η μνήμη ατραπός.
____________________________________________________________________
Γαλάτεια Βασιλειάδου, 2020
Ζήτημα θανάτου
Όλα περιττά
μπρος στο ιερό
διακύβευμα.
Αυτό το ζάρι
που σφιχτοκρατάς
(και δεν ρίχνεις)
κατάπιε το!
Σώσε εσύ
την ύψιστη αξία
τη μέγιστη τιμή.
Αιώνες χτιζόταν
μην τη ρημάξεις.
Ας χαθεί ο βίός
- ε και;
Τόσο εφήμερος.
Μπρος στον αρχέγονο
τρόμο
μη θυσιάσεις
τον πιο όμορφο
-ισμό.
__________________________________________________________
Γαλάτεια Βασιλειάδου, 2020
Ευγνωμοσύνη
Κι αν έχεις βρόχο
για ανάσα
είναι γιατί
(τη νύχτα εκείνη την πρώτη)
όταν ο γίγαντας
σε πήρε και σε σήκωσε
(λίγες στιγμές μετά τον ερχομό)
τόλμησες να δεις
τα σκότη των ματιών του.
Σε κοίταξε πίσω
σταθερά
(μ’ όλο το πένθος
των τριάντα τριών)·
μία εγκάρσια στιγμή
όταν εισχώρησε
επ’ άπειρον
στα μύχια ύφαλά σου.
Η πληγή αυτή
(δική σου δεν ήταν
αλλά έγινε)
είναι το μαράζι
που σε κάνει άνθρωπο
κι ας τη λένε
κακό ριζικό.
Γαλάτεια Βασιλειάδου, 2019
Ελευθερία
Είσαι
ξύλινο παράπηγμα
παράγκα ετοιμόρροπη
καλά αμπαρώμενη
έσωθεν
χτισμένα παράθυρα στόματα
μάτια κλειστά πηγάδια
πόρτα φραγμένη από καιρό
από τους έξω.
Γιατί;
Αρνήθηκες τον ευθυγραμμισμό
την υποταγή έφτυσες
απέδιωξες την περιστολή
και αντιμίλησες
(ποιός, εσύ!)
δε συναίνεσες
σθεναρά αντέδρασες
έπιασες τα αχαμνά
και γέλασες.
Γιατί;
Δε φοβάσαι τον φόβο
δε λυπάσαι τα χρόνια
ξοδεμένος προτάσσεις
το γέλιο
τρανταχτός λυγμός
ολόκληρος
την ώρα εκείνη που
ασύνταχτος αγγίζεις
(ακώλυτα)
τη μία
την απόλυτη
εξ ορισμού.
Ω, τι στιγμή!
Θυμάσαι;
__________________________________________________________
Γαλάτεια Βασιλειάδου, 2020
Λίκνο
Γαλάτεια Βασιλειάδου, 2019